Ζακ Νταματιάν

Το 2020, μετά το τέλος του καταστροφικού 44-ήμερου πολέμου, το χωριό Σος (Shosh/Շօշ) είχε καταστεί ακριτικό. Ύστερα από την τελευταία επιχείρηση εθνοκάθαρσης των Αζέρων, το Σος ακολούθησε την τραγική μοίρα ολόκληρου του Αρτσάχ, με τους 700 περίπου κατοίκους του να εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους, παίρνοντας τον δρόμο της προσφυγιάς.

Το γραφικό χωριό Σος ανήκε διοικητικά στην περιφέρεια του Ασκεράν. Η τοποθεσία του ειδυλλιακή, σε υψόμετρο 1000 περίπου μέτρων, στη δεξιά όχθη του ποταμού Καρκάρ, με την πετρόκτιστη γέφυρα του 17ου αιώνα Τσαχλίκ ή Τζγατσατσόρ. Η θέση θεωρείται στρατηγική, καθώς βρίσκεται ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες πόλεις του Αρτσάχ, σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από την άλλοτε πρωτεύουσα Στεπανακέρτ και 4 χιλιομέτρων από την καστροπολιτεία Σουσί. Πιστεύεται ότι η λέξη «Σουσί» αποτελεί γλωσσικό παράγωγο του «Σος», που στην τοπική διάλεκτο σημαίνει κλαδί θυσίας και ογκόλιθος.
Η ονομασία του χωριού Σος χάνεται στα βάθη των αιώνων, πέντε χιλιετίες πριν. Σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, προέρχεται από το ομώνυμο οροπέδιο σε σχήμα τραπεζιού που περιλαμβάνει και το Σουσί. Ωστόσο, υπάρχουν και τοπικοί θρύλοι που συνδέονται με τον κατακλυσμό του Νώε. Σύμφωνα με αυτούς, όταν η Κιβωτός προσάραξε στο όρος Αραράτ, από την πρόσκρουση αποσυγκολλήθηκε μια σανίδα, και η ροή των υδάτων την έφερε μέχρι την εν λόγω περιοχή. Από αυτή φύτρωσαν κλαδιά, «σος».
Η επίσημη ιστορία του χωριού ξεκινά τον 13ο αιώνα, όταν στην περιοχή εγκαθίστανται συμπατριώτες από περιοχές της ιστορικής Αρμενίας που ανήκαν στην οθωμανική και στην περσική επικράτεια. Υπήρχε όμως ήδη τοπικός πληθυσμός, άγνωστο από πότε, όπως μαρτυρείται από χατσκάρ (σταυρόπετρες) και επιγραφές σε ταφόπλακες, στις οποίες συχνά αναφέρεται το τοπωνύμιο Σοσόι.
Το 1454, όταν χτίζεται η πρώτη εκκλησία του χωριού, σε αυτό κατοικούν 700 περίπου οικογένειες. Το 1655 ανεγείρεται ο πετρόκτιστος ιερός ναός του Αγίου Στεφάνου, ο οποίος λειτουργούσε μέχρι τις μέρες μας. Έχουν διασωθεί επίσης λιθογραφίες αυτών των περιόδων, έως και του 1712, που καταδεικνύουν την αδιάλειπτη αρμενική παρουσία στην περιοχή.
Το 1712 επιστρέφει στο Σος, τη γενέτειρά του, ο Αβάν, μία από τις σημαντικότερες μορφές του αρμενικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, έχοντας στο πλευρό του τον Ταρχάν.
Εξετάζοντας τη μορφολογία της περιοχής, οι δύο αξιωματικοί προχωρούν στην κατασκευή κάστρου όπου θα μπορούν να καταφεύγουν οι κάτοικοι του Σος σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής. Και αυτή δεν θα αργούσε να εκδηλωθεί…
Το 1725, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Σιουνίκ, στο κάστρο συγκαλείται σύναξη των μελίκ, τοπικών ευγενών του Αρτσάχ, με σκοπό τη σύνταξη επιστολής προς τον τσάρο για αναζήτηση βοήθειας. Το επόμενο έτος, το Σος δέχεται μεγάλη οθωμανική επίθεση, η οποία θα αποκρουστεί ύστερα από οκταήμερη ηρωική αντίσταση των υπερασπιστών του. Αργότερα, στον χώρο του κάστρου θα δημιουργηθεί οικισμός με το τοπωνύμιο Σγναχ, δηλαδή «κάστρο». Μέσα στον 18ο αιώνα εγκαθίστανται στο Σος Αρμένιοι από την Περσία.
Το 1826, στην ευρύτερη περιοχή του Αρτσάχ πραγματοποιείται εισβολή από στρατιά 60.000 Περσών, η οποία αναχαιτίζεται. Οι μαχητές του Σος διακρίνονται για τη γενναιότητά τους, κάτι που εκτιμάται από τον τσάρο. Κατόπιν, το Αρτσάχ απομακρύνεται οριστικά από την περσική επιρροή και, ακολουθώντας την υπόλοιπη Ανατολική Αρμενία, εντάσσεται στη ρωσική επικράτεια. Οι αυτόνομες τοπικές ηγεμονίες, «μελικουτιούν», διαλύονται, και οι Αρμένιοι αριστοκράτες εντάσσονται στον τσαρικό στρατό λαμβάνοντας τίτλους ευγενείας. Περίπου τέσσερις δεκαετίες μετά, στο Σος χτίζεται η θρυλική πηγή Λαλίκ, η πρώτη από τις δεκαέξι του χωριού. Μέχρι το τέλος του αιώνα διαπιστώνεται πρόοδος και στον τομέα της παιδείας, με τη λειτουργία εκκλησιαστικών σχολείων.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η ναζιστική Γερμανία επιτίθεται στην ΕΣΣΔ, 700 άνδρες από το Σος κινούν για το μέτωπο. Το 1966, στο μικρό άλσος του χωριού ανεγείρεται ηρώο στη μνήμη των 216 πεσόντων του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου». Το 1990 σχηματίζεται ο «Λόχος του Σος», υπό τη διοίκηση του Αρκάμ Χαρουτιουνιάν, που έχει ενεργό συμμετοχή στον πρώτο νικηφόρο πόλεμο του Αρτσάχ, με τριάντα νεκρούς.
Το 2004, με χορηγίες της αρμενικής Διασποράς, στεγάζεται σε νέο χώρο με σύγχρονες εγκαταστάσεις και σχολικό λεωφορείο το Γυμνάσιο «Σαρκίς Απραχαμιάν», το οποίο λειτουργούσε μέχρι το τελευταίο διάστημα υπό τη διεύθυνση του Άμλετ Χαρουτιουνιάν. Το παλαιό κτήριο του 1894 είχε καταστραφεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αθώα θύματα των αζερικών βομβαρδισμών εν ώρα μαθήματος υπήρξαν δύο αδερφάκια, ο Μχερ και ο Νοράιρ.
Προς τιμήν τους, οι γονείς των παιδιών είχαν ανεγείρει μνημείο στο προαύλιο του σχολείου.
Με την αξιοποίηση πόρων της Διασποράς, το χωριό είχε αποκτήσει κοινοταρχείο, υγειονομικό σταθμό, πολιτιστικό κέντρο και αίθουσα εκδηλώσεων 250 θέσεων. Η οικονομία του Σος στηριζόταν στην αγροτική παραγωγή, με κύριο προϊόν τα λευκά μούρα, από τα οποία παρασκευάζονταν η περίφημη ρακή και σιρόπι με θεραπευτικές ιδιότητες.
Στον 44-ήμερο πόλεμο, μαχητές από το Σος μετείχαν με αυταπάρνηση στην υπεράσπιση του Σουσί. Η πτώση της εμβληματικής καστροπολιτείας κατέστησε το χωριό ακριτικό. Οι κάτοικοι ζούσαν υπό το φόβο των αζερικών πυροβολισμών.
Τον Σεπτέμβριο του 2023, με την επιχείρηση εθνοκάθαρσης του καθεστώτος Αλίεφ, υπό την προκλητική αδιαφορία της διεθνούς κοινότητας και την ανεξήγητη απάθεια της κυβέρνησης της Αρμενίας, τα όνειρα έγιναν εφιάλτες. Οι κάτοικοι του Σος, όπως και ολόκληρου του Αρτσάχ, εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες, κουβαλώντας στην ψυχή τους την αγάπη και τον νόστο για τον υπέροχο αυτόν τόπο.

Πηγές: Wikipedia, Sputnik, Արմենիա, οπτικό υλικό της Καγιανέ Σαχναζαριάν-Χαρουτιουνιάν.