ΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ
Ο ρόλος της Αρμενικής διασποράς
(Μέρος Β’)
Αρά Μαγκογιάν
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο ρόλος της Διασποράς μέσα στην εν γένει αρμενική πραγματικότητα υπήρξε και εξακολουθεί να είναι καίριος.
Στα χρόνια της Σοβιετικής κυριαρχίας, η Διασπορά κράτησε ζωντανά τα εθνικά οράματα και το φρόνημα ολοκλήρου του έθνους. Και αυτό, παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες χειραγώγησής της από την τότε υπερδύναμη που επίμονα επεδίωκε να διεισδύσει στις δομές και τα όργανά της.
Το 1988 η Διασπορά συνέβαλε αποφασιστικά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκάλεσε ο καταστροφικός σεισμός της Αρμενίας, με την άμεση αποστολή σημαντικής υλικής βοήθειας, αλλά και αξιόλογη συμμετοχή στην προσπάθεια ανασυγκρότησης των περιοχών που είχαν πληγεί.
Μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, οι παροικίες της Διασποράς έσπευσαν να προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια τόσο στην ίδια την Αρμενία, όσο και στη νεοσύστατη Δημοκρατία του Αρτσάχ (ρωσ. Nagorno Karabakh) για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκαλούσε το αζερικό και τουρκικό εμπάργκο. Το μέγεθος της βοήθειας, υλικής και ψυχολογικής, ήταν τόσο μεγάλο, που ουσιαστικά εξουδετέρωσε τους στόχους των εμπνευστών του απάνθρωπου εκείνου μέτρου, έστω και αν αυτοί εξακολουθούν να το διατηρούν μέχρι σήμερα.
Ιδιαίτερα σημαντικός υπήρξε επίσης ο ρόλος της Διασποράς στην προσπάθεια στήριξης των αρμενικών συμφερόντων σε διεθνές επίπεδο, και πρωτίστως σε σχέση με τον απελευθερωτικό αγώνα του Αρτσάχ.
Τέλος, με απόλυτη σύμπνοια, Διασπορά και Δημοκρατία της Αρμενίας συνεργάστηκαν για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας του 1915 και την αποτροπή της καταστροφής πολιτιστικών μνημείων σε κατεχόμενα από Τούρκους και Αζέρους ιστορικά αρμενικά εδάφη.
Όσον αφορά το άμεσο μέλλον, βασική προσδοκία της Αρμενίας αποτελεί η συμμετοχή της Διασποράς στην ανάπτυξη της οικονομίας της με την πραγματοποίηση επενδύσεων στη χώρα. Αντίστοιχα, η Διασπορά προσδοκά από την Αρμενία τη στήριξη των δομών της, ούτως ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις αναπόφευκτες φθορές που επιφέρουν ο χρόνος, η διάσπαση και οι εσωτερικές αδυναμίες, καθώς επίσης διάφοροι εξωγενείς παράγοντες, όπως η δυσκολία ταχείας προσαρμογής στα διαρκώς μεταβαλλόμενα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα και της ανταπόκρισης στις σύγχρονες ανάγκες.
Ποιες είναι, όμως, οι δομές των παροικιών της Διασποράς και πως λειτουργούν αυτές; Από πού αντλούν τις όποιες αρμοδιότητές τους;
Πρέπει να διευκρινίσουμε ευθύς εξ αρχής πως η αρμενική Διασπορά δεν διαθέτει μέχρι τώρα ένα κεντρικό συντονιστικό όργανο, αντίστοιχο του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, που να εκφράζει σε τριτοβάθμιο επίπεδο τους στόχους της και να γεφυρώνει και να υπερβαίνει τις όποιες κρίσεις της. Τούτο δεν σημαίνει βέβαια ότι η κάθε παροικία λειτουργεί εντελώς αυτόνομα. Συντονιστικό και εποπτικό ταυτόχρονα ρόλο ασκούν, θεωρητικά τουλάχιστον, στις μεν παροικίες που υπάγονται στο Ύπατο Πατριαρχείο των Αρμενίων (Ετσμιατζίν) το Ανώτατο Συμβούλιο του Πατριαρχείου (Գերագոյն Խորհուրդ), στις δε αντίστοιχες που υπάγονται στο Πατριαρχείο του Μεγάλου Οίκου της Κιλικίας (Αντιλιάς) το Εθνικό Κεντρικό Συμβούλιο (Ազգային Կեդրոնական Վարչութիւն).
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να διευκρινίσουμε είναι ότι τα παραπάνω όργανα, όντας κατά βάση θρησκευτικά, δεν εκπροσωπούν το σύνολο των Αρμενίων, αλλά αποκλειστικά εκείνους που υπάγονται στην Αποστολική Εκκλησία της Αρμενίας (Ορθοδόξους). Έτσι, όσο και αν η αντιπροσωπευτικότητά τους είναι αδιαμφισβήτητη (άνω του 90% των Αρμενίων), τόσο οι Αρμένιοι Ρωμαιοκαθολικοί, όσο και οι Ευαγγελικοί (Διαμαρτυρόμενοι) παραμένουν εκτός της ζώνης αρμοδιότητας των ανωτέρω Σωμάτων.
Κατ’ επέκταση, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στις επιμέρους παροικίες, όπου τα τοπικά Εθνικά (ή Κεντρικά) Συμβούλια (Ազգային Վարչութիւն) αντιπροσωπεύουν τους Ορθοδόξους και μόνον Αρμενίους. Το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει, φυσικά, την άμεση συνεργασία κάποιου Κεντρικού Συμβουλίου με τις ανάλογες διοικήσεις ή επιτροπές των Καθολικών και των Ευαγγελικών, είτε σε επιμέρους θέματα, είτε σε άλλα γενικότερου εθνικού ενδιαφέροντος. Τούτο, όμως, δεν είναι κατοχυρωμένο θεσμικά.
Ως προς τη νομική υπόσταση των διαφόρων αρμενικών παροικιών, οφείλουμε να επισημάνουμε, ότι αυτή ποικίλει από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα, στον Λίβανο η τοπική παροικία αναγνωρίζεται σαν χωριστή πολιτική οντότητα και, ως εκ τούτου, εκλέγει συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών στο νομοθετικό σώμα, ενώ συμμετέχει στην εκάστοτε κυβέρνηση της χώρας με έναν ή δύο υπουργούς. Στην Κύπρο θεωρείται μειονότητα και εκλέγει πάντα έναν εκπρόσωπό της στη Βουλή.
Στην Ελλάδα, η Κοινότητα (Μητρόπολη Ορθοδόξων Αρμενίων) αναγνωρίστηκε προ δεκαετίας με τον Νόμο 4301/2014 από την Πολιτεία ως εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη και το Κεντρικό της Συμβούλιο. Σημειωτέον, ότι οι Αρμένιοι της Ελλάδος αποτελούν ισότιμους πολίτες της χώρας εδώ και 60 περίπου χρόνια, αφότου απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια στο σύνολό τους. Τούτο αρχικά ίσχυε μόνο για τους Αρμενίους που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή και τους απογόνους τους, αλλά σταδιακά επεκτάθηκε και σε όσους ήρθαν στη χώρα ως οικονομικοί μετανάστες, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Φυσικά όλοι αυτοί, έχουν το δικαίωμα και τη δυνατότητα συμμετοχής στα όργανα της τοπικής αρμενικής κοινότητας, εάν έχουν συμπληρώσει μία πενταετία νόμιμης παραμονής στη χώρα. Ήδη, συναντάμε με χαρά πολλούς τέτοιους ομοεθνείς μας σε διάφορες ενοριακές επιτροπές, κυρίως της Θράκης, όπου αναπτύσσουν αξιόλογη δραστηριότητα. Είναι βέβαιο, ότι ο αριθμός τους θα μεγαλώνει με την πάροδο του χρόνου, αφενός λόγω της ένταξής τους στις δομές της Παροικίας και αφετέρου της αριθμητικής τους υπεροχής έναντι των «γηγενών» Ελληνοαρμενίων.
Η όλη δομή της Παροικίας θυμίζει εκείνη μιας δημοκρατικά οργανωμένης πολιτείας σε μικρογραφία. Βασικό όργανο αποτελεί το Συμβούλιο των Αντιπροσώπων (Երեսփոխանական Ժողով), τα μέλη του οποίου εκλέγονται άμεσα και με μυστική ψηφοφορία από τα εγγεγραμμένα στα μητρώα μέλη για μία εξαετία. Το Συμβούλιο απαρτίζεται από 5 κληρικούς και 35 λαϊκούς αντιπροσώπους, οι οποίοι εκλέγονται αναλογικά, βάσει της αριθμητικής δύναμης κάθε ενορίας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, πόλεις της Θράκης κλπ).
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί πως σε άλλες παροικίες η ψηφοφορία για την εκλογή αντιπροσώπων δεν γίνεται την ίδια ημέρα σε όλες τις περιφέρειες. Έτσι, αν εφαρμοζόταν το ίδιο σύστημα και στην Ελλάδα, οι εκλογές θα μπορούσαν να διεξάγονται σε διαφορετικές ημερομηνίας (π.χ. σήμερα στη Νίκαια και τον άλλο μήνα στο Νέο Κόσμο κλπ.)
Το Συμβούλιο των Αντιπροσώπων που συνέρχεται ανά διετία ασκεί τα χρέη μιας Βουλής (νομοθετικό σώμα), δεδομένου ότι διαθέτει το αποκλειστικό δικαίωμα τροποποίησης του Κανονισμού, εκλέγει Μητροπολίτη (Առաջնորդ) από κατάσταση τριών υποψηφίων που παρουσιάζει ο Πατριάρχης του Μεγάλου Οίκου της Κιλικίας, όπως επίσης εκλέγει με μυστική ψηφοφορία τα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου (9 ή 11) για την προσεχή διετία και εγκρίνει τον απολογισμό του. Στη συνέχεια, στη διάρκεια της πρώτης συνεδρίασης μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του Συμβουλίου των Αντιπροσώπων, τα νεοεκλεγέντα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου ορίζουν το Προεδρείο τους που βάσει του Καταστατικού αποτελείται από Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο, Γενικό Γραμματέα και Αναπληρωτή Γενικό Γραμματέα.
Το Κεντρικό Συμβούλιο αποτελεί το ανώτατο εκτελεστικό Σώμα της Παροικίας. Αυτό ορίζει τη σύνθεση:
της Επιτροπής Παιδείας (Ուսումնական Խորհուրդ)
της Οικονομικής Επιτροπής (Տնտեսական Խորհուրդ)
της Επιτροπής Διαχείρισης Ακινήτων (Կալուածային Խորհուրդ) και του υπευθύνου του Γηροκομείου (Ծերանոցի Խնամակալութիւն),
των επιμέρους Ενοριακών Επιτροπών (Թաղային Խորհուրդներ),
Ορίζει επίσης οποιασδήποτε άλλη επιτροπή (ad hoc) που απαιτείται για την προώθηση ενός συγκεκριμένου έργου (π.χ. Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή για την διεξαγωγή κοινοτικών εκλογών, επιτροπή για την σύνταξη μιας μελέτης, τη διοργάνωση μιας εκδήλωσης κλπ).
Όλες αυτές οι επιτροπές (πλην της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής) είναι υπεύθυνες έναντι του Κεντρικού Συμβουλίου, προς το οποίο λογοδοτούν τόσο κατά τη λήξη της θητείας τους, όσο και ενδιάμεσα όποτε καλούνται. Κάθε μία από τις Επιτροπές αυτές διαθέτει το δικό της Προεδρείο που εκλέγεται από τα μέλη που έχουν ορισθεί από το Εθνικό Συμβούλιο.
Ιδιαίτερα κρίσιμος είναι ο ρόλος της Οικονομικής Επιτροπής που με τη συνεργασία της Επιτροπής Διαχείρισης Ακινήτων, καλείται να διαχειριστεί την όλη περιουσία της παροικίας. Η Επιτροπή καλύπτει τις δαπάνες μισθοδοσίας των κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων της Μητρόπολης, των πρόσθετων δασκάλων που δεν μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, καθώς και του βοηθητικού προσωπικού (οδηγών, συνοδηγών, καθαριστριών κλπ) των σχολείων που υπάγονται στο Κεντρικό Συμβούλιο, τα έξοδα δημοσίων σχέσεων, όπως και κάθε άλλη μορφή δαπάνης που κρίνεται αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του μηχανισμού της Κοινότητας.
Η Οικονομική Επιτροπή, ενεργεί βάσει προϋπολογισμού που εγκρίνεται από το Συμβούλιο των Αντιπροσώπων, στο οποίο παρουσιάζει επίσης και τον ισολογισμό χρήσης για τελική έγκριση. Όπως, σε κάθε εύρυθμο οργανισμό, ο ισολογισμός ελέγχεται από ελεγκτική επιτροπή εκλεγμένη από την προηγούμενη συνέλευση του Συμβουλίου των Αντιπροσώπων. Αφού αναγνωσθεί η αναφορά της ελεγκτικής επιτροπής και εφόσον έχουν όλα καλώς, η Οικονομική Επιτροπή και κατ’ επέκταση το Εθνικό Συμβούλιο απαλλάσσονται από τις ευθύνες τους.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στη διάρκεια της θητείας της, η Οικονομική Επιτροπή προβαίνει σε ελέγχους των οικονομικών όλων των υπαγομένων στο Εθνικό Συμβούλιο ενοριακών επιτροπών, έτσι ώστε να διασφαλιστεί απόλυτα η τάξη και η διαφάνεια.
Η άλλη ιδιαίτερα σημαντική επιτροπή είναι αυτή της Παιδείας, ευθύνη της οποίας αποτελεί η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των σχολείων. Στα πλαίσια αυτά, η Επιτροπή βρίσκεται σε διαρκή επαφή με το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας για την εξασφάλιση του διδακτικού προσωπικού που διατίθεται στα σχολεία μας από την Πολιτεία, προβαίνει στην πρόσληψη του αναγκαίου επιπλέον προσωπικού, φροντίζει τις κτηριακές εγκαταστάσεις, παρακολουθεί την απόδοση και φροντίζει για την συνεχή επιμόρφωση των Αρμενίων δασκάλων, κλπ.
Τα παραπάνω δίνουν μερική μόνο εικόνα των εργασιών του Κεντρικού Συμβουλίου και των φορέων που υπάγονται σ’ αυτό, δεδομένου ότι ο χώρος δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε ούτε στο ευρύτερο θέμα των Ενοριακών Επιτροπών που παράγουν αξιόλογο έργο μέσα στις τοπικές κοινωνίες όπου δραστηριοποιούνται, ούτε και στις άμεσες δραστηριότητες του ιδίου του Κεντρικού Συμβουλίου που υπαγορεύονται από το εθνικό, κοινωνικό ή παροικιακό συμφέρον (π.χ. οργάνωση ή συμμετοχή σε εκδηλώσεις, διαπαροικιακά συνέδρια, διεθνή φόρα, κλπ). Επιτρέπουν, όμως, το σχηματισμό μιας πληρέστερης εικόνας του τεράστιου έργου που επιτελείται και για το οποίο ενημερώνεται τακτικά το κοινό μας μέσα από τις ανακοινώσεις τύπου (հաղորդագրութիւն) που δημοσιεύονται στην ελληνική και αρμενική γλώσσα στο Αζάτ Ορ και στο περιοδικό Αρμενικά.