Ս­տո­րեւ կը ներ­կա­յաց­նենք Գ­րի­գոր ­Նա­րե­կա­ցիի «­Մա­տեան Ող­բեր­գու­թեան» հրա­շա­լի եր­կի՝ Ք­րիս­տո­սի ­Չար­չա­րա­նաց հետ կա­պո­ւած գլու­խը յու­նա­րէն լե­զո­ւով։
­Նա­րե­կա­ցիի ե­զա­կի ստեղ­ծա­գոր­ծու­թիւ­նը ամ­բող­ջու­թեամբ յու­նա­րէ­նի թարգ­մա­նո­ւած է Ա­րա ­Ման­կո­յեա­նին կող­մէ։

Απόσπασμα από το «Βιβλίο Θρηνωδιών» του
Αγίου Κρικόρ Ναρεκατσί (951-1003)
που αναφέρεται στα Θεία Πάθη.

Μετάφραση: Αρά Μαγκογιάν

Προσθήκη νέων στεναγμών με παρακλήσεις προς τον Παντεπόπτη Συνομιλία με τον Θεό από τα βάθη της καρδιάς

Λόγος 77ος

A.-
Τούτη η ημέρα είναι ευλογημένη, διάχυτη με φως ζωογόνο,
καθώς συγκλονισμένα όλα τα πλάσματα,
αλλάζουν και περνούν σε μια κατάσταση ουράνια και αμετάβλητη,
με την ταπείνωση των εξεχόντων και την εξύψωση των αποκαρδιωμένων.
Την ισομερώς χωρισμένη αυτή ημέρα,
την φοβερή Μεγάλη Παρασκευή του Αγίου Πάσχα,
έφθασε για μένα η κατάλληλη στιγμή να γράψω
την θλιβερή αυτή μελωδία με δέος μα και αγαλλίαση.
Θέλω να μιλήσω εδώ για τα Πάθη που για χάρη μου υπέφερες, (1)
ω՜ των πάντων Θεέ.

Β.-
Στάθηκες με την μορφή μου ενώπιον του δικαστηρίου των κτισμάτων Σου. (2)
Δεν μίλησες, Συ ο δότης της ομιλίας.
Δεν είπες λέξη, Συ ο δημιουργός των γλωσσών.
Δεν ψιθύρισες καν, Συ που σείεις το Σύμπαν.
Δεν ήχησες βροντερά το μεγαλειώδες σάλπισμα Σου.
Δεν τους επιτίμησες για την αγνωμοσύνη τους.
Δεν τους αποστόμωσες για την μοχθηρία τους.
Δεν εξευτέλισες τους προδότες που Σε θανάτωσαν μαρτυρικά.
Δεν αντιστάθηκες όταν Σε έδεσαν.
Δεν δυσφόρησες όταν Σε ράπισαν.
Δεν εχθρεύτηκες όταν Σε έφτυσαν.
Δεν ταράχτηκες όταν Σε γρονθοκόπησαν.
Δεν οργίστηκες όταν αστειεύτηκαν.
Δεν συνοφρυώθηκες όταν Σε χλεύασαν.
Σου έβγαλαν τον μανδύα, θαρρείς και ήσουν κάποιος ανήμπορος
και Σ’ έντυσαν ξανά σαν αμετάκλητα καταδικασμένο. (3)
Μα πάλι, αν δεν Σε είχαν αναγκάσει να πάρεις το ανάμικτο με χολή ξύδι, (4)
το σωρευμένο φαρμάκι του φθόνου από των προπατόρων μου την εποχή,
δεν θα έβγαινε ποτέ.
Το δοκίμασες απογοητευμένος και το παραμέρισες πικραμένος.
Το πήραν πίσω οργισμένοι, μα με απρέπεια πάλι Σου το έδωσαν.
Μπροστά στο ετερόκλητο πλήθος Σε διαπόμπευσαν.
Σε καταδίκασαν και άσπλαχνα Σε μαστίγωσαν. (5)
Σε γονάτισαν για να Σε ταπεινώσουν
κι’ έβαλαν στο κεφάλι Σου ακάνθινο στεφάνι για να Σε λοιδορήσουν.

Γ.-
Δεν Σ’ άφησαν, ω՜ Ζωοδότη, να ξαποστάσεις,
μα όργανο θανάτωσης ετοίμασαν για να το μεταφέρεις.
Όντας μακρόθυμος δέχτηκες,
όντας ταπεινός το έλαβες,
όντας καρτερικός το σήκωσες,
και σαν να ήσουν ένοχος μετέφερες της θλίψης το Ξύλο.
Σαν άνθος της κοιλάδας των κρίνων, (6)
το όπλο της ζωής στους ώμους Σου πήρες,
ώστε τον σαρκικό θρόνο της ύπαρξής μου που Συ έπλασες,
από της νύχτας τη φρίκη να προφυλάξεις,
και του κολασμού τον τόπο σε χώρο ευωχίας να μετατρέψεις.
Σε έσυραν έξω για ολοκαύτωμα,
Σε κρέμασαν σαν τον κριό του Σαβέκ που έσυραν από τα κέρατα. (7)
Σαν σφάγιο Σε άπλωσαν στου Σταυρού το θυσιαστήριο.
Σαν κακούργο Σε κάρφωσαν και σαν απείθαρχο Σε έδεσαν,
Εσένα, την ουράνια Γαλήνη, σαν κάποιο ληστή. (8)
Τον αμείωτα Μεγαλοπρεπή, σαν έναν κακομοίρη. (9)
Τον προσκυνούμενο από τα Χερουβείμ, σαν περιφρονητέο. (10)
Τον ορισμό της Ζωής, σαν άξιο μαρτυρικού θανάτου.
Τον κήρυκα του Ευαγγελίου, σαν υβριστή του Νόμου. (11)
Τον Κύριο και Πλήρωση των προφητειών, σαν στρεβλωτή των Γραφών. (12)
Την λάμψη της δόξας και σφραγίδα των ανεξιχνίαστων λογισμών του Πατρός, σαν εναντιούμενο στη βούληση του Γονέα. (13)
Τον αληθώς Ευλογημένο, σαν κάποιον απόβλητο.
Τον Λυτρωτή από τα δεσμά του Νόμου, σαν άνθρωπο καταραμένο. (14)
Το Πυρ που κατακαίει, σαν δεσμώτη ηττημένο. (15)
Τον εμπνέοντα δέος στον ουρανό και στη γη, σαν αναμφίβολα ένοχο. (16)
Τον καλυμμένο με φως απρόσιτο, σαν θνητό κρατούμενο. (17)

Δ.-
Ω՜ Συ Γλυκύτητα, μακρόθυμη φιλανθρωπία,
έλεος ανεξάντλητο και Κύριε των πάντων,
όλα τούτα αυτόβουλα και πρόθυμα,
για μένα τον αγνώμονα και άνομο δούλο δέχτηκες να υπομείνεις,
με το τέλειο σώμα Σου που ένωσες στη Θεία Σου φύση,
και μένοντας πάντα έως το ταφικό κρεβάτι,
ο ίδιος ακατάληπτος Θεός με πληρότητα αμείωτη,
δέχτηκες τις τόσες προσβολές με ανείπωτη υπομονή,
αναστήθηκες με δύναμη αυτεξούσια με φως στεφανωμένος,
με Σώμα άψογο και Θεότητα τέλεια,
με δόξα ευλογημένη, καλοσύνη αινετή
και ευσπλαχνία αέναα εξυμνημένη,
στους αιώνες των αιώνων.

Αμήν
***
Παραπομπές:

(1) Μκ 15:33 Γενομένης δὲ ὥρας ἕκτης σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης· 34 καὶ τῇ ὥρᾳ τῇ ἐνάτῃ ἐβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· Ἐλωῒ Ἐλωῒ, λιμᾶ σαβαχθανί; ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, ὁ Θεός μου ὁ Θεός μου, εἰς τί με ἐγκατέλιπες;
(2) Μκ 14:55 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον·
(3) Μτ 27:31 καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι.
(4) Μτ 27:34 ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν.
(5) Μκ 15:15 ὁ δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι, ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, καὶ παρέδωκε τὸν Ἰησοῦν φραγελλώσας ἵνα σταυρωθῇ.
(6) Ασμ 2:1 Ἐγώ ἄνθος τοῦ πεδίου, κρίνον τῶν κοιλάδων.
(7) Γεν 22:13 καὶ ἀναβλέψας ῾Αβραὰμ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ κριὸς εἷς κατεχόμενος ἐν φυτῷ Σαβὲκ τῶν κεράτων· καὶ ἐπορεύθη ῾Αβραὰμ καὶ ἔλαβε τὸν κριὸν καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν εἰς ὁλοκάρπωσιν ἀντὶ ᾿Ισαὰκ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ.
(8) Μτ 26:55 Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τοῖς ὄχλοις· Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· καθ’ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με.
(9) Ησ 53:3 ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὢν καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη καὶ οὐκ ἐλογίσθη.
(10) Λκ 2:12 καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον, εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ. 13 καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων· 14 Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.
(11) Μτ 26:65 τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι Ἐβλασφήμησε· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν αὐτοῦ· 66 τί ὑμῖν δοκεῖ; οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον· Ἔνοχος θανάτου ἐστί.
(12) Μτ 5:17 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι.
(13) Εβρ 1:3 ὃς ὢν ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ, φέρων τε τὰ πάντα τῷ ῥήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, δι’ ἑαυτοῦ καθαρισμὸν ποιησάμενος τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς.
(14) Γαλ 3:13 Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα· γέγραπται γάρ· ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου·
(15) Δευτ 4:24 ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου πῦρ καταναλίσκον ἐστί, Θεὸς ζηλωτής.
(16) Ησ 53:4 οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει.
(17) Α Τιμ 6:16 ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὃν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται· ᾧ τιμὴ καὶ κράτος αἰώνιον· ἀμήν.