Κάθε λαός έχει τους ανθρώπους εκείνους που με το πνεύμα τους δίνουν ανάσες ζωής και ελπίδας στα μαραμένα τοπία της πραγματικότητας που βρίσκονται μέσα μας και ανάμεσά μας. Οι δημιουργίες τους δεν προσφέρονται μονάχα για να γεμίσουμε τις ώρες μας, αλλά για να αναγνωρίσουμε το Όμορφο και το Άσχημο, να ανακαλύψουμε κρυμμένες οάσεις συναισθημάτων και γνώσης και να διαποτίσουμε το βίο μας με το ελπιδοφόρο νέκταρ τους. Ένας από αυτούς τους δημιουργούς ήταν ο Αλεξάντερ Σιρβανζατέ.
Η πένα αυτής της σημαίνουσας προσωπικότητας έγραψε ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας της αρμενικής δραματουργίας, του θεάτρου και της λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στις 7 Απριλίου του 1858 στην πόλη Σαμαχί της επαρχίας Σιρβάν, στο σημερινό Αζερμπαϊτζάν. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Μοβσισιάν αλλά επέλεξε το Σιρβανζατέ (γιος του Σιρβάν) ως το συγγραφικό του ψευδώνυμο.
Το 1883 δημοσιεύεται στο λογοτεχνικό έντυπο «Μισάκ» το πρώτο καλλιτεχνικό του έργο με τίτλο «Πυρκαγιά στο διυλιστήριο». Δύο χρόνια αργότερα γράφει το μυθιστόρημα «Ναμούς» μέσα από το οποίο περιγράφει τη ζωή στην επαρχία και με το οποίο ο νέος συγγραφέας γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό. Την πενταετία 1886-1891 εργάζεται ως γραμματέας στην εφημερίδα «Αρτσακάνκ» και δημοσιεύει νουβέλες και μυθιστορήματα. Αυτή είναι και η εποχή που αρχίζουν να παίρνουν μορφή οι καλλιτεχνικές απόψεις του συγγραφέα για να αποκρυσταλλωθούν λίγα χρόνια αργότερα μαζί με τις πολιτικές και κοινωνικές του ιδέες.
Η δεκαετία του 1890 και το προοίμιο της ρωσικής επανάστασης του 1905 σημάδεψαν το συγγραφέα με ανεξίτηλο τρόπο, ανοίγοντας το δρόμο για τα μεγαλύτερα δημιουργήματά του. Με το μυθιστόρημα «Κακό πνεύμα» που γράφτηκε το 1894, ο συγγραφέας συνέχισε να εξιστορεί την κοινωνική και ηθική τραγωδία της επαρχιώτικης πόλης.
Κατά τη διάρκεια των σφαγών των Αρμενίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1894-1896, ο Σιρβανζατέ πήγε στη Ρωσία όπου με την ενεργό δράση του θα έστελνε οικονομική βοήθεια στο κόμμα των Χιντσάκ του οποίου ήταν μέλος. Ωστόσο, συνελήφθη από τις τσαρικές αρχές και φυλακίστηκε. Ήταν εκείνα τα χρόνια της φυλάκισής του 1896-97 που αποφάσισε να γράψει ένα από τα μεγαλύτερα και βαρυσήμαντα έργα του, το «Χάος», το οποίο εκδόθηκε το 1898 και καθιέρωσε το συγγραφέα ως τον μεγαλύτερο εκπρόσωπο του ρεαλισμού στην αρμενική λογοτεχνία. Στο μυθιστόρημα περιγράφεται με εκπληκτικό τρόπο η πραγματικότητα και το χάος της καπιταλιστικής πόλης με όλες τις πτυχές της όπως η αστική και εργατική τάξη, οι διανοούμενοι, οι καλλιτέχνες, ο ηθικός ξεπεσμός και ο σκληρός ανταγωνισμός χάριν του κέρδους και εν μέσω αυτών των στοιχείων παρουσιάζεται το ανθρώπινο δράμα και οι αιτίες που το προκαλούν.
Το 1898 εξορίστηκε για δύο χρόνια στην Οδησσό. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να γράφει ακατάπαυστα, φέρνοντας στη ζωή έργα όπως τα μυθιστορήματα «Ο Καλλιτέχνης» (1901) και «Βαχράμ Αχρουμιάν»(1902) ανάμεσα σ’ άλλα. Η προσφορά του στο θέατρο έφτασε στο ζενίθ με το δραματικό του έργο «Για την Τιμή»(1905), το οποίο μέχρι το 1911 είχε ήδη παιχτεί 300 φορές.
Τα έργα του Σιρβανζατέ αντανακλούν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων με τα οποία ασχολήθηκε. Έτσι μπορούμε να δούμε μέσα από τις δημιουργίες του, τις κοινωνικές και ηθικές ανησυχίες του συγγραφέα, την πίστη και υποστήριξή του στον αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών, τις πολιτικές του απόψεις, την αποτύπωση των αντιθέσεων της κοινωνίας, εν τέλει τον καθημερινό αγώνα του ανθρώπου, του ανθρώπου με τα όνειρα, τις ελπίδες και τους φόβους, του ανθρώπου που αντιλαμβάνεται το πόσο εύθραυστη είναι η ζωή.
Ο Αλεξάντερ Σιρβανζατέ μπορεί να έφυγε από τη ζωή στις 7 Αυγούστου του 1935 στο Κισλοβότσκ, άφησε όμως πίσω του μια μεγάλη κληρονομιά και τα έργα του συνεχίζουν να συγκινούν ακόμη. Αξίζει να αναφερθεί ότι το «Για την Τιμή» παρουσιάστηκε στο ελληνικό κοινό σχετικά πρόσφατα, στις 22 και 23 Μαΐου από τη νεανική θεατρική ομάδα «Νορ Τζιατζάν». Είναι στο χέρι μας λοιπόν, να την αδράξουμε και να την αξιοποιήσουμε, γιατί είναι ένα από τα πολλά κοσμήματα όχι μόνο του αρμενικού, αλλά το σημαντικότερο, του ανθρώπινου πολιτισμού.