Μετάφραση: Φραγκώ Καράογλαν

Υπάρχουν σημεία καμπής στη ζωή του ανθρώπου, μετά από τα οποία τίποτα δεν είναι το ίδιο. Για μένα αυτό το σημείο καμπής ήταν η στιγμή που η γιαγιά μου μοιράστηκε μαζί μου την ιστορία της για το αρμενικό της παρελθόν.
Η γιαγιά μου ήταν 9 χρονών το 1915. Έζησε την απανθρωπιά, την αγριότητα, τις σφαγές, τη λεηλασία. Aναγκάστηκε το ταξίδι της ζωής της που το ξεκίνησε ως χριστιανή ‘Χερανούς’ να το συνεχίσει ως μουσουλμάνα ‘Σεχέρ’.
Η Χερανούς επέζησε πληρώνοντας ένα τίμημα: αποκόπηκε από τον κόσμο που είχε γνωρίσει απ’ τη μάνα της, έναν κόσμο που ήξερε και ένιωθε ασφαλής εντός του∙ την έριξαν ανάμεσα σ’ αυτούς που είχαν εξολοθρεύσει τους αγαπημένους της ή είχαν απλώς παραμείνει θεατές της θηριωδίας. Πλήρωσε χάνοντας τη γλώσσα, τη θρησκεία, το όνομα και τη φωνή της.
Για εκείνη στα 9 της όλα είχαν αλλάξει. Το όνομά της είχε εκτοπιστεί κι αυτό. Κανείς δεν την ξαναφώναξε ‘Χερανούς’. Η μάνα είναι αυτή που λέει πιο όμορφα απ’ όλους τ’ όνομα του παιδιού. Εκείνη όμως δεν είχε πια ούτε μάνα, στ’ αυτιά της δεν ήχησε ποτέ ξανά η φωνή της.
Εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά σαν τη Χερανούς, σήκωσαν ώσπου να πεθάνουν το βαρύ φορτίο των ψυχολογικών πληγών της βαρβαρότητας και των αλλεπάλληλων συμφορών που έζησαν. Το σίγουρο είναι ότι έζησαν με μεγάλο φόβο και βέβαια ποιος ξέρει πόσα άλλα πράγματα που εμείς δεν θα μάθουμε ποτέ…
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών έφεραν βαθιά συναισθηματικά τραύματα.
Δυνατότητα να επουλώσουν τα τραύματα τους δεν νομίζω ότι τους δόθηκε.
Δεν μπόρεσαν να διηγηθούν τα όσα έζησαν φωναχτά, πολλά όμως –τις ρίζες τους, τις προσωπικές τους ιστορίες, τα όσα υπέφεραν- τα ψιθύρισαν κρυφά στ’ αυτί των πιο αγαπημένων τους.
Αυτή ήταν ίσως η δική τους αντίσταση στη λήθη, τη λησμονιά, τη μοναξιά, την απομόνωση.
Η γιαγιά μου όταν μου διηγούνταν την ιστορία της ήταν ήρεμη. Στη φωνή της δεν υπήρχε το παραμικρό ίχνος παράπονου ή η οργή ενός θύματος που θέλει να πάρει εκδίκηση. Μονάχα κάθε λίγες φράσεις τις ακολουθούσαν μακριές και βαθιές σιωπές.
Όταν σώπαινε κάρφωνε τα μάτια στο ταβάνι, κουνιόταν μπρος πίσω και με το δεξί της χέρι έτριβε το γόνατό της, μια κίνηση σαν να υπήρχε κάτι εκεί στο γόνατο και το έσπρωχνε για να το καθαρίσει.
Την έκανε αυτή την κίνηση τόσο πολύ, ώστε αργότερα αντιλήφθηκα ότι όλα της τα φορέματα ήταν ξεθωριασμένα και φθαρμένα στο σημείο πάνω στο δεξί της γόνατο.
Ποτέ δεν θα μπορέσω να ξέρω το νόημα των σιωπών και των κινήσεων που συνόδευαν αυτές τις σιωπές, κάθε φορά που μιλούσαμε.
Να προσπαθούσε άραγε να θυμηθεί τα όσα είχε ζήσει; Μπορεί.
Ο Μαρκ Νισανιάν λέει πως αυτό που χάνει τελεσίδικα ο επιζών είναι η δυνατότητα αναφοράς στην απώλεια. Ίσως να δυσκολευόταν να μιλήσει επειδή είχε απωλέσει την ικανότητα να κάνει λόγο της απώλειας της.
Υπήρχαν πράγματα που δεν μπορούσε να εκφράσει ή δεν είχε τρόπο να διατυπώσει όσα είχαν βιωθεί;
Ίσως να ήταν η γλώσσα της αυτή που είχε απωλέσει τελεσίδικα.
Τη μητρική της γλώσσα την είχε χάσει μη χρησιμοποιώντας τη ξανά. Ζούσε άραγε το παράδοξο της προσπάθειας να μιλήσει για τη βαρβαρότητα της οποίας ήταν μάρτυρας, στη γλώσσα της βαρβαρότητας;
Γιατί, η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όταν επιτίθεντο σ’ εκείνη και στους αγαπημένους της, όταν βασανίζονταν, όταν απειλούνταν.
Ή μήπως ήθελε να πει «είναι η τελευταία μου επιθυμία, γνώριζε το τι έγινε, μη ξεχνάς, πες το στον κόσμο, αλλά, ταυτόχρονα κανείς σας, ποτέ δεν θα μπορέσει να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί»;
Μπορεί και για να πεθάνει να είχε ανάγκη έναν ακροατή που θα μετέφερε την ηχώ της σιωπής της.
Ποτέ δεν θα μπορέσω να απαντήσω σ’ αυτές τις ερωτήσεις.
Όμως σ’ όλη τη διάρκεια των διηγήσεών της, αυτό που με τραυμάτισε περισσότερο, πιο πολύ κι απ’ τα λόγια της ήταν το βλέμμα της το καρφωμένο στο ταβάνι, το χέρι της που γλιστρούσε συνέχεια πάνω στο γόνατό της, οι ξεθωριασμένοι της ποδόγυροι. Το δικό της τραύμα είχε γίνει πια δικό μου.
Ως την ώρα που μου είπε την ιστορία της, δεν ήξερα τίποτα για τις γενοκτονίες, για τις σφαγές που είχαν γίνει στην νεότερη μας ιστορία.
Τα όσα μάθαινα με είχαν σοκάρει, μου είχαν δημιουργήσει αίσθηση οργής και αντίδρασης, αλλά καθώς το ζήτημα δεν συζητιόταν δημόσια, δεν συζητιόταν καν στην ιδιωτική σφαίρα, την ίδια ώρα μου έλειπε τόσο το πολιτικό πλαίσιο όσο και η επίγνωση για να νοηματοδοτήσω αυτά που είχα μάθει.
Υπερασπιζόμουν τη σοσιαλιστική κοσμοαντίληψη. Σκεφτόμουν ότι η ταξική πάλη και η επανάσταση που θα την ακολουθούσε θα εξάλειφε όλες τις ανισότητες, τις αδικίες στην κοινωνία. Είχα εύκολες και κλισέ απαντήσεις σε δύσκολες ερωτήσεις.
Τα όσα μάθαινα άρχισα καταρχάς να τα μοιράζομαι με τον στενό μου κύκλο και ιδιαίτερα με τους σοσιαλιστές φίλους μου. Ό,τι μου τράβηξε την προσοχή περισσότερο ήταν το γεγονός ότι σχεδόν όλοι είχαν παρόμοιες ιστορίες και το γεγονός ότι όταν μιλούσαν γι’ αυτές οι φωνές τους χαμήλωναν και γίνονταν ψίθυρος. Η σιωπή δεν ήταν μόνο των γιαγιάδων, ήταν η σιωπή ολόκληρης της κοινωνίας.
Και γιατί δεν μπορούσε να συζητηθεί το ‘μυστικό’ αυτό που το ήξεραν σχεδόν όλοι;
Είχα αρχίσει να αμφισβητώ τα πάντα. Μπήκα σε μια περίοδο όπου αμφισβητούσα την ίδια στιγμή το αφήγημα της επίσημης ιστορίας, την κυρίαρχη ιδεολογία, την ταυτότητά μου, τα ταμπού. Αυτά που είχα να αντιμετωπίσω την περίοδο αυτή ήταν τρομακτικά και οδυνηρά.
Όσο αμφισβητούσα τόσο πιεζόμουν κάτω από το βάρος του επονείδιστου φορτίου που έφερα στην πλάτη μου, δεν μπορούσα πια να σωπαίνω. Αποφάσισα να γράψω, ήταν μια δύσκολη δουλειά, αλλά δεν τα παράτησα.
Αυτό που έκανα γράφοντας ήταν το ίδιο με το να ανοίξω το καπάκι ενός ανθρακούχου ποτού –χιλιάδες άνθρωποι άρχισαν να μοιράζονται παρόμοιες ιστορίες. Πλέον σήμερα, έχουν αρχίσει να μιλούν και να γράφουν όχι μόνο τα εγγόνια των θυμάτων Αρμενίων παππούδων και γιαγιάδων αλλά και τα εγγόνια των θυτών.
Γιατί, το είδα αυτό ζώντας το ότι η φρίκη αρνείται να θαφτεί.
Μπορείτε να την αρνείστε όσο θέλετε, η αλήθεια αποκαλύπτεται αργά ή γρήγορα.
Η βαρβαρότητα και η φρίκη του 1915 είχε τέτοιες τρομακτικές διαστάσεις, ώστε κατέστησε εφικτές συμπεριφορές και μεταβάσεις που δεν θα ήταν δυνατές υπό κανονικές συνθήκες. Εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένισσες γυναίκες και παιδιά μπόρεσαν να επιζήσουν εξισλαμιζόμενα. Και μόνο αυτή η αλλαγή θρησκείας και η σιωπή που υφάνθηκε γύρω της αρκούν για να δείξουν τις διαστάσεις και την φρικαλεότητα των όσων βιώθηκαν.
Αναμφίβολα πάντοτε μπορεί να υπάρξουν άνθρωποι που αλλάζουν τη θρησκευτική τους πίστη με την ελεύθερη βούλησή τους. Μπορούμε όμως να κάνουμε λόγο για ελεύθερη βούληση στις συνθήκες του 1915;
Κάποιοι εξισλαμίστηκαν για να επιζήσουν, κάποιοι για να σώσουν τη ζωή των παιδιών ή των αδελφών τους, κάποιοι απάχθηκαν και εξισλαμίστηκαν δια της βίας.
Και κάτι ακόμη: όταν το θέμα είναι παιδιά σαν τη Χερανούς, μπορούμε να κάνουμε λόγο για επιλογή; Δεν ήταν παρά μόνο παιδιά, παιδιά που αποσπάστηκαν από τον κόσμο και το περιβάλλον που ήξεραν και τα έριξαν στο κέντρο ενός εχθρικού πλανήτη. Κάποια αναγκάστηκαν να ζήσουν κάτω απ’ την ίδια στέγη με τους δολοφόνους και τους βιαστές των συγγενών τους.
Υπήρξαν κι αυτοί που αντιστάθηκαν στον εξισλαμισμό και αυτοί που έκαναν σαν να τον δέχθηκαν. Κι ακόμη αυτοί που για να προστατέψουν τα παιδιά τους από πρακτικές διακρίσεων και απομονωτισμού τελούσαν, σαν πιο μουσουλμάνοι από τους μουσουλμάνους, το ναμάζι πέντε φορές τη μέρα και δεν έβγαιναν απ’ το τζαμί.
Οι άνθρωποι αυτοί που κουβαλούσαν όλες τις εικόνες της φρίκης και του τρόμου στο μυαλό τους, έζησαν επιπλέον στους τόπους της φρίκης, νιώθοντας συνεχώς την ανάσα της βίας και του θανάτου στο σβέρκο τους.
Έφυγαν από αυτή τη ζωή χωρίς να μπορέσουν να πουν φωναχτά τα όσα είχαν δει, χωρίς να μπορέσουν να πενθήσουν.
Οι πόρτες της κοινωνίας στην οποία ανήκαν τους κλείστηκαν καταπρόσωπο. Έζησαν με το αίσθημα της μοναξιάς και της ντροπής που έφερε αυτό το κλείσιμο.
Κανείς τους όμως δεν ξέχασε το αρμενικό του παρελθόν, πολλοί το ψιθύρισαν στο αυτί των κοντινών τους ανθρώπων, άλλοι το αποκάλυψαν στο νεκροκρέβατο τους και σχεδόν όλοι τους λάξεψαν στην ιστορία διάφορες ιστορίες αντίστασης.
Κάποιοι, παρά τα βαριά βασανιστήρια που υπέστησαν σε όλη τους τη ζωή, δεν έβγαλαν το σταυρό απ’ το λαιμό τους, το Ευαγγέλιο απ’ το σεντούκι τους, δεν έκαναν το ναμάζι.
Κάποιοι άναψαν κεριά, προσευχήθηκαν σε ερειπωμένες εκκλησίες.
Κάποιοι έκαναν το ναμάζι και πήγαν στο τζαμί, αλλά το Πάσχα έψηναν τσουρέκι και το μοίραζαν στους γείτονες, έβαφαν αυγά με κρεμμυδότσουφλα και τα μοίραζαν στα παιδιά.
Κάποιες οικογένειες έζησαν σαν μουσουλμάνοι το πρωί, σαν χριστιανοί το βράδυ.
Κάποιοι πάλι για να μην πέσουν τα παιδιά τους θύματα διάκρισης, προσπάθησαν να σβήσουν το παρελθόν, να γίνουν πιο μουσουλμάνοι, πιο τούρκοι απ’ τους άλλους.
Όμως, ούτε οι ίδιοι μπόρεσαν να ξεχάσουν, ούτε οι μουσουλμάνοι γείτονές τους. Επιπλέον το κράτος που προσπαθεί να σβήσει από τις μνήμες το 1915, με τις διαρκείς πρακτικές διακρίσεων που εφαρμόζει τους θυμίζει συνεχώς το παρελθόν τους.
Για παράδειγμα ο θείος μου δεν είχε γίνει δεκτός σε στρατιωτική σχολή επειδή η μητέρα του ήταν προσήλυτη. Τα παιδιά και τα εγγόνια των εξισλαμισθέντων Αρμενίων δεν μπορούν να γίνουν στρατιωτικοί, αστυνομικοί, δικαστές ή εισαγγελείς.
Στην κοινωνική αντίληψη εκείνοι ήταν και είναι πάντοτε ξένοι. Στην συλλογική μνήμη εκείνοι ορίζονται με περιφρονητικά ονόματα: «ντονμέ (αλλαξόπιστος), απομεινάρι σφαγής (kılıç artığı), φιλλέ (φιλισταίος, υποκριτής), γκιαούρης».
Τα παιδιά και τα εγγόνια εκείνων, συνέχισαν, συνεχίζουν να ζουν υφιστάμενα διπλό εξοστρακισμό, ως άτομα αναξιόπιστα, χωρίς ρίζες, ανέστια.
Τα παιδιά και τα εγγόνια των εξισλαμισθέντων Aρμενίων λένε ότι νιώθουν σαν να είναι στο Καθαρτήριο. Διότι οι μουσουλμάνοι τους απορρίπτουν, ωστόσο και οι χριστιανοί Aρμένιοι δεν τους δέχονται ανάμεσά τους.
Μεταξύ τους υπάρχουν κάποιοι που αυτοκαθορίζονται ως ‘μουσουλμάνοι Αρμένιοι’ και θέλουν να γίνουν αποδεκτοί με αυτή την ταυτότητα. Υπάρχουν αυτοί που ορίζουν τους εαυτούς τους ως ‘τούρκο’ και ‘κούρδο’ χωρίς να αρνούνται την αρμενική τους καταγωγή, ή αυτοί που παραδέχονται την πολλαπλή τους ταυτότητα και οι άλλοι που παίρνουν το δρόμο του Πατριαρχείου για να βαπτιστούν.
Αυτοί που έχουν βαπτιστεί ή αυτοί που παίρνουν το δρόμο του Πατριαρχείου στην Τουρκία για να βαπτιστούν λένε ότι έρχονται αντιμέτωποι με το υποχρεωτικό εξάμηνο φροντιστήριο και ότι είναι πολύ δύσκολο να έρχονται απ’ την Ανατολή και να συμμετέχουν στα εξάμηνα μαθήματα.
«Το μόνο που θέλω είναι να πάρω πίσω αυτό που μου απέσπασαν με το ζόρι, γιατί μου δημιουργούν δυσκολίες;» λέει ένα εγγόνι που αντιδρά σ’ αυτή την κατάσταση.
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με καινούριες ομάδες που αντιβαίνουν, δεν ταιριάζουν με τα πρότυπα ταυτότητας που έχουμε κωδικοποιημένα στο μυαλό μας. Η ομάδα αυτή που αποτελείται από εκατομμύρια ανθρώπους παραβιάζει τα πρότυπα της ‘αρμενικότητας’ που ορίζεται από το χριστιανισμό, της ‘τουρκικότητας’ και της ‘κουρδικότητας’ που ορίζεται από τον μουσουλμανισμό, δεν χωρεί στα καλούπια του νου μας.
Ακόμη κι αν δεν ορίζεται ως μια συλλογική ταυτότητα, η κατηγορία των μουσουλμάνων Αρμενίων, παρουσιάζεται ως μια καινούρια έννοια.
Οι εξισλαμισμένοι Αρμένιοι προσπαθούν να ξεπεράσουν το πρόβλημα του ότι είναι ‘μετέωροι’, του ότι δεν είναι αποδεκτοί ούτε από τη μία ούτε από την άλλη κοινότητα, με μεταξύ τους συναντήσεις και συγκεντρώσεις και ιδρύοντας συλλόγους.
Η ζήτηση για μαθήματα αρμενικής γλώσσας μεγαλώνει καθημερινά.
Τα τελευταία χρόνια πολλοί εξισλαμισμένοι Αρμένιοι χτυπούν την πόρτα του Πατριαρχείου για να βαπτιστούν. Ως φαίνεται το Πατριαρχείο και η Κοινότητα πιάστηκαν απροετοίμαστοι γι’ αυτή την εξέλιξη. Δεν δέχονται τα αιτήματα για βαπτίσεις και ένταξη στην κοινότητα και δοκιμάζουν να τα εκτείνουν στο χρόνο με ενδιάμεσες λύσεις όπως τα εξάμηνα μαθήματα.
Η Νίρα Γιουβάλ-Ντέϊβις λέει ότι η αίσθηση του ανήκειν είναι συνδεδεμένη με τον συναισθηματικό δεσμό, με την αίσθηση ότι είναι κανείς στην εστία του.
Οι εξισλαμισμένοι Αρμένιοι και τα παιδιά τους, αισθάνονται ακόμη ξεριζωμένοι και ανέστιοι.
Πρέπει πλέον να τείνουμε ευήκοον ους στη φωνή που κραυγάζει «το μόνο που θέλω είναι να πάρω πίσω αυτό που μου αφαιρέθηκε με το ζόρι».
Αυτή η εξέγερση, αυτή η απαίτηση περιμένει ακόμη σήμερα να ακουστεί, να αποτελέσει αντικείμενο σκέψης, να βρει λύση.