Σαρκίς Αγαμπατιάν

28 Μαΐου 1918, 2 Δεκεμβρίου 1920, 21 Σεπτεμβρίου 1991: Τρεις ημερομηνίες ορόσημα που σημάδεψαν τη μοίρα του αρμενικού έθνους τα τελευταία εκατό χρόνια.
Η πρώτη έθεσε τα θεμέλια, τη βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε το πρώτο ανεξάρτητο αρμενικό κράτος μετά από έξι αιώνες τουρανικής κατοχής (από την πτώση του τελευταίου βασιλείου της Μικρής Αρμενίας ή Κιλικίας το 1375 μ.Χ.).
Η δεύτερη σηματοδότησε την απαρχή της δημιουργίας μιας σοβιετικής δημοκρατίας θεωρητικά ανεξάρτητης, στην αρχή με μια οικονομική και στρατιωτική συμφωνία με τη Ρωσία, κατόπιν ως μέλος της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Υπερκαυκασίας (1922), και τελικά ως μια από τις 15 ομόσπονδες δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης (1936).
Η τρίτη προήλθε από την κατάρρευση και την οριστική διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ. (1991), όταν ο αρμενικός λαός μετά από δημοψήφισμα και με ποσοστό 99% τάχθηκε υπέρ της ανεξαρτησίας της χώρας και της απόσχισης από την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Το παρόν σημείωμα αποτελεί μια μικρή συνεισφορά για την 102η επέτειο της ανεξαρτησίας της Πρώτης Αρμενικής Δημοκρατίας, η ύπαρξη της οποίας αν και πρόσκαιρη, δεν παύει να έχει τεράστια ιστορική σημασία, διότι χωρίς αυτήν, σήμερα δεν θα υπήρχε κράτος με τ’ όνομα Δημοκρατία της Αρμενίας.

Προεόρτια

Το 1915, η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισήλθε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Το 1916, ο ρωσικός στρατός εισχώρησε βαθιά στην τουρκική Αρμενία. Οι Ρώσοι συγκέντρωσαν τους διασωθέντες Αρμένιους πρόσφυγες από τη Γενοκτονία του 1915. Η Ρωσική Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 έθεσε στους πληθυσμούς της Υπερκαυκασίας το πρόβλημα της διαχείρισης της μετα-τσαρικής εποχής, ένα δύσκολο και περίπλοκο πρόβλημα, καθώς οι πληθυσμοί αυτοί ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι δύο «μεγαλύτερες αρμενικές πόλεις» ήταν η Τιφλίδα, μελλοντική πρωτεύουσα της Γεωργίας, και το Μπακού, μελλοντική πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν. Τρεις κύριες εθνοτικές ομάδες, η κάθε μια με το πλειοψηφούν κόμμα της το μενσεβικικό οι Γεωργιανοί, το Τασνάκ οι Αρμένιοι και το Μουσαβάτ οι Μουσουλμάνοι Τάταροι ή Αζέροι.
Στη Μόσχα, η προσωρινή κυβέρνηση Κερένσκι δημιουργεί μια Ειδική Επιτροπή της Υπερκαυκασίας (Οζακόμ) – η τοπική εξουσία της οποίας είναι αδύναμη – που παίρνει μια «απόφαση για μια προσωρινή κυβέρνηση στην τουρκική Αρμενία» (26 Απριλίου 1917), ώστε να επιστρέψουν οι Αρμένιοι πρόσφυγες στην πατρίδα τους. Οι τελευταίοι πραγματοποιούν συνέδριο στο Γερεβάν που ορίζει ένα «Συμβούλιο δυτικο-Αρμενίων». Από την πλευρά τους, οι ανατολικο-Αρμένιοι στο Αρμενικό Εθνικό Συνέδριο που πραγματοποιούν στην Τυφλίδα αποφασίζουν τη δημιουργία ενός Εθνικού Συμβουλίου (Αζκαΐν Χορούρτ), που εκπροσωπεί όλες τις πολιτικές τάσεις, εκτός των μπολσεβίκων.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση, που έφερε τους Μπολσεβίκους στην εξουσία στη Ρωσία, αλλάζει το παιχνίδι στην Υπερκαυκασία. Όλοι σχεδόν αποδοκιμάζουν το πραξικόπημα. Οι λαοί της Υπερκαυκασίας αντιδρούν με τη συγκρότηση της «Υπερκαυκασιανής Επιτροπής» (15 Νοεμβρίου 1917) και ενός κοινοβουλίου, του Σεΐμ (23 Φεβρουαρίου 1918), το οποίο διακηρύσσει την ανεξαρτησία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Υπερκαυκασίας. Ωστόσο, η τύχη της εξαρτάται από τη δύναμη των όπλων. Οι Μπολσεβίκοι δημοσίευσαν ένα «Διάταγμα για την Τουρκική Αρμενία» που προβλέπει τόσο την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων όσο και την αυτοδιάθεση των δυτικο-Αρμενίων, το οποίο δεν έχει καμιά βαρύτητα καθώς η Ρωσία αναγκάζεται να υπογράψει τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ (3 Μαρτίου 1918), μια από τις ρήτρες της οποίας προβλέπει την επιστροφή όλων των εδαφών που κατέκτησε από τους Οθωμανούς κατά τη διάρκεια της Συνθήκης του Βερολίνου (1878). Η αναρχία που βασιλεύει στον ρωσικό στρατό έχει φτάσει στο μέτωπο του Καυκάσου, το οποίο καταρρέει.
Η αναδιοργανωμένη 3η Οθωμανική στρατιά αντεπιτίθεται και απωθεί τα υπερκαυκασιανά στρατεύματα (στην πραγματικότητα κυρίως αρμενικά). Οι πρόσφυγες που είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους στην τουρκική Αρμενία ξαναπαίρνουν τον δρόμο της εξορίας, αυτή τη φορά οριστικά.

Ανακήρυξη της ανεξαρτησίας

Αυτή η άτακτη φυγή είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση της Υπερκαυκασίας. Οι Γεωργιανοί ελπίζουν να τεθούν υπό την προστασία των Γερμανών, ενώ οι Αζέροι δεν κρύβουν τη συμπάθειά τους για τους Τούρκους. Στις 26 Μαΐου 1918, η Γεωργία ανακηρύσσει την ανεξαρτησία της και ακολουθεί στις 27 Μαΐου το Αζερμπαϊτζάν. Η Αρμενία αναγκάζεται κι αυτή με τη σειρά της να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της στις 28 Μαΐου 1918. Στο μεταξύ, ο τουρκικός στρατός κατευθύνεται στο Γερεβάν και η μοίρα των Αρμενίων φαίνεται προδιαγεγραμμένη. Ωστόσο, η σωτηρία θα προέλθει από την ηγεσία και τον αρμενικό λαό. Ο Αράμ Μανουκιάν οργανώνει την άμυνα και σφυρηλατεί το αγωνιστικό πνεύμα των Αρμενίων στρατιωτών. Οι Αρμένιοι σταματούν την τουρκική προέλαση στο Καρακιλισέ, στο Μπας Αμπαράν και κυρίως στη μάχη του Σαρνταραμπάτ, απωθώντας τα τουρκικά στρατεύματα και διασώζοντας κυριολεκτικά στο παρά πέντε το αρμενικό έθνος από τον ολοκληρωτικό αφανισμό.
Οι Τούρκοι αντιμέτωποι με αυτήν την απροσδόκητη αντίσταση, υπογράφουν τη Συνθήκη του Μπατούμ (4 Ιουνίου 1918) με τους Αρμένιους, η οποία τους αφήνει μόνο ένα μικρό έδαφος 11.000 τ.χ. Παράλληλα, το Αρμενικό Εθνικό Συμβούλιο της Τιφλίδας εξουσιοδοτεί τον Χοβαννές Κατσαζνουνί να σχηματίσει την πρώτη κυβέρνηση, στην οποία όλα τα υπουργεία καταλαμβάνονται από τους Τασνάκ, μετά την άρνηση των άλλων κομμάτων να συμμετάσχουν σε μια κυβέρνηση συνασπισμού. Η νέα κυβέρνηση πρέπει να εγκαταλείψει αμέσως την Τιφλίδα και να εγκατασταθεί στο Γερεβάν. Μια πρώτη νομοθετική Εθνοσυνέλευση, το Χορούρτ, εγκαινιάζει την κοινοβουλευτική ζωή την 1η Αυγούστου 1918. Υιοθετεί τα σύμβολα του κράτους: μια τρίχρωμη εθνική σημαία (τρεις λουρίδες σε πλάτος, κόκκινη, μπλε, πορτοκαλί) και ένα εθνικό ύμνο, Μερ Χαϊρενίκ (η Πατρίδα Μας).
Ωστόσο, η κατάσταση τους πρώτους μήνες στη νεαρή Δημοκρατία είναι τρομακτική. Η πείνα και οι επιδημίες θερίζουν τον πληθυσμό. Η χώρα φιλοξενεί 450.000 περίπου πρόσφυγες από την Τουρκία και την Υπερκαυκασία σε ένα εκατομμύριο κατοίκους. Μόνο στην πόλη του Γερεβάν που αριθμούσε 30.000 κατοίκους πριν από το 1914, βρίσκονται 40.000 κατασκηνωμένοι στους δρόμους και στα χαλάσματα. Στους έξι πρώτους μήνες 180.000 άνθρωποι θα πεθάνουν (1.000 κατά μέσο όρο την ημέρα). Δεν υπάρχει καμιά οικονομική υποδομή. Η χώρα είναι τελείως απομονωμένη, χωρίς διέξοδο προς τη θάλασσα, οι δρόμοι επικοινωνίας υπό τον έλεγχο εχθρικών γειτόνων, βυθισμένη στην ανασφάλεια και στο έλεος των ένοπλων συμμοριών
Η τύχη αλλάζει και πάλι πλευρά στις 30 Οκτωβρίου 1918. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, πνέει τα λοίσθια και υπογράφει με τους Συμμάχους την ανακωχή του Μούδρου. Όμως, το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου δεν σημαίνει και το τέλος των εχθροπραξιών στην Υπερκαυκασία, όπου οι διάφορες εθνοτικές ομάδες μάχονται για τον έλεγχο της περιοχής
Ένας σύντομος πόλεμος ξεσπάει ανάμεσα στην Αρμενία και τη Γεωργία στην επαρχία Λορί, με αποτέλεσμα πολλοί Αρμένιοι κάτοικοί της να εγκαταλείψουν τη Γεωργία μαζικά.
Σύμφωνα με την ανακωχή του Μούδρου, οι Αρμένιοι αποκτούν, όχι χωρίς δυσκολία, την επιστροφή της επαρχίας Καρς, όπου αντιμετωπίζουν την εχθρότητα του ντόπιου μουσουλμανικού πληθυσμού. Τα σύνορα με το Αζερμπαϊτζάν είναι δύσκολο να καθοριστούν: Το Ναχιτσεβάν, το Ζανγκεζούρ και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, υψίπεδα με μεγάλη ιστορική και στρατηγική σημασία για τους Αρμένιους αλλά και αναγκαίος διάδρομος ανάμεσα στην Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν, αποτελούν αντικείμενο έντονων αμφισβητήσεων.
Μετά από διαιτησία των Βρετανών, των οποίων τα στρατεύματα βρίσκονται στην Υπερκαυκασία, η διοίκηση του Ναχιτσεβάν αποδίδεται στην Αρμενία, αλλά απέναντι στην αντίθεση των μουσουλμάνων, που αποτελούν πλειονότητα στην περιοχή, η αρμενική διοίκηση πρέπει να το εγκαταλείψει. Επιπλέον, το Ζανγκεζούρ και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, αν και οι Αρμένιοι αποτελούν πλειονότητα στις περιοχές, αποδίδονται στο Αζερμπαϊτζάν. Η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν διορίζει κυβερνήτη τον Δρ. Χοσρόφ μπέη Σουλτάνοφ.
Οι Αρμένιοι του Ζανγκεζούρ εναντιώνονται με επιτυχία σε οποιαδήποτε ανάμειξη του Αζερμπαϊτζάν. Στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η αδιαλλαξία του Σουλτάνοφ οδηγεί στις σφαγές των Αρμενίων τον Ιούνιο του 1920. Οι απογοητευμένοι Αρμένιοι του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, πείθονται τελικά να αποδεχθούν τον έλεγχο του Αζερμπαϊτζάν, τουλάχιστον προσωρινά και στο πλαίσιο μιας αυτόνομης οντότητας. Οι βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 1919 δίνουν τη συντριπτική πλειοψηφία στην Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία-Τασνακτσουτιούν.

Η Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1919

Αν και οι Σύμμαχοι δεν αναγνωρίζουν επίσημα τη νέα δημοκρατία, οι Αρμένιοι εκπροσωπούνται στην ειρηνευτική διάσκεψη από δύο αντιπροσωπείες: μία των δυτικο-Αρμενίων στην οποία ηγείται ο Μπογός Νουμπάρ Πασά εκπροσωπώντας τους Αρμένιους της διασποράς και μια άλλη των ανατολικο-Αρμενίων με επικεφαλής τον Αβεντίς Αχαρονιάν εκπροσωπώντας τη Δημοκρατία της Αρμενίας. Οι δύο αντιπροσωπείες συμφώνησαν τελικά να παρουσιάσουν στους Συμμάχους τον Φεβρουάριο του 1919 ένα «Μνημόνιο για μια ενιαία Αρμενία», ένα μαξιμαλιστικό σχέδιο που ζητάει τη δημιουργία ενός αρμενικού κράτους από τον Καύκασο ως την Κιλικία, την καταβολή αποζημιώσεων από τους Τούρκους για τη Γενοκτονία του 1915, καθώς και την προστασία της Αρμενίας από μια εντολοδόχο δύναμη, κατά προτίμηση τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία εξαντλημένες από τον πόλεμο δεν έχουν στρατιωτικά μέσα για να ενεργήσουν οπουδήποτε στον κόσμο, ενώ και η τύχη της Αρμενίας δεν συγκαταλέγεται στις προτεραιότητές τους. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου 1919), οι αρχηγοί των συμμαχικών κρατών χωρίζονται χωρίς να διευθετηθεί το ζήτημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενώ οι τάσεις απομόνωσης ενισχύονται στις Ηνωμένες Πολιτείες – έστω κι αν ο Πρόεδρος Ουίλσον είναι ευνοϊκός για μια αμερικανική εντολή στην Αρμενία – οι Ευρωπαίοι Σύμμαχοι συνεχίζουν το έργο τους στις διασκέψεις του Λονδίνου και του Σαν Ρέμο (Φεβρουάριος-Απρίλιος 1920). Αυτές οι αναβολές θα έχουν καταστροφικές συνέπειες για τη Δημοκρατία της Αρμενίας, οι εχθροί της οποίας βρίσκουν ευκαιρία να σηκώσουν κεφάλι.

Η Συνθήκη των Σεβρών

Στις 28 Μαΐου 1919, με την ευκαιρία της πρώτης επετείου της Δημοκρατίας, το Κοινοβούλιο δημοσίευσε την Πράξη Ενοποίησης της τουρκικής και της καυκασιανής Αρμενίας. Με την προσάρτηση του Καρς και την κατάληψη της Αλεξανδρούπολης τον Δεκέμβριο του 1919, η έκταση της χώρας φτάνει τα 46.000 τ. χ. Παρά τις προσπάθειες διαπραγμάτευσης με τη σοβιετική Ρωσία (Μάιος – Αύγουστος 1920), η Δημοκρατία παγιδεύεται στον περίφημο «άξονα Μόσχας – Άγκυρας», μια ετερόκλιτη συμμαχία με κοινό σημείο αναφοράς τον αγώνα εναντίον των «ιμπεριαλιστών της Αντάντ».
Έχοντας αναζητήσει απεγνωσμένα μια εντολοδόχο δυτική δύναμη, η «μικρή γενναία σύμμαχος», σύμφωνα με τη ρήση του Κλεμανσώ, εγκαταλείπεται προοδευτικά στην τύχη της. Η άρνηση της αμερικανικής Γερουσίας για μια εντολή στην Αρμενία, την 1η Ιουνίου 1920, σφραγίζει τη μοίρα της. Τελικά, η Συνθήκη των Σεβρών υπογράφεται στις 10 Αυγούστου 1920, ανάμεσα στους Συμμάχους και την Τουρκία. Το άρθρο 88 αναγνωρίζει de jure την ανεξαρτησία της Αρμενίας ενώ το άρθρο 89 προβλέπει ότι «η Τουρκία και η Αρμενία συμφωνούν να υποβάλουν στη διαιτησία του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών τον καθορισμό των συνόρων μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας στα βιλαέτια του Ερζερούμ, της Τραπεζούντας, του Βαν και του Μπιτλίς και να αποδεχθούν την απόφασή του, καθώς και κάθε πρόταση σχετική με την έξοδο της Αρμενίας στη θάλασσα ή σχετική με την αποστρατικοποίηση παρακείμενου οθωμανικού εδάφους». Στις 22 Νοεμβρίου, όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον εκδίδει τη διαιτητική απόφασή του με την οποία χορηγούσε στην Αρμενία το μεγαλύτερο μέρος από τα βιλαέτια που αναφέραμε πιο πάνω και ένα διάδρομο στη θάλασσα από το βιλαέτιο της Τραπεζούντας, είναι ήδη πολύ αργά. Οι όροι της Ανακωχής του Μούδρου δεν είχαν προβλέψει τον αφοπλισμό του τουρκικού στρατού. Από το 1919, το τμήμα της στρατιάς του Καυκάσου, υπό τις διαταγές του στρατηγού Καζίμ Καραμπεκίρ, γίνεται η εστία της ιδέας για αντεκδίκηση.
Σύντομα θα τεθεί επικεφαλής της ο στρατηγός Μουσταφά Κεμάλ, ο γνωστός με το όνομα Κεμάλ Ατατούρκ, αρχηγός του εθνικιστικού κόμματος.
Οι κεμαλικοί εγκαθιστούν στην Άγκυρα μια ετερόδοξη κυβέρνηση που αρνείται να αναγνωρίσει τη Συνθήκη των Σεβρών. Η κυβέρνηση αυτή συμμαχεί με τη νέα σοβιετική Ρωσία – η οποία μόλις είχε ανακτήσει το Αζερμπαϊτζάν και είχε την αξίωση να ξαναβρεί όλες τις θέσεις της στον Καύκασο – και αρνείται να παραχωρήσει την τουρκική Αρμενία.
Η κατάληψη της Σμύρνης από τους Έλληνες κορυφώνει την ανησυχία και την οργή των Τούρκων. Βέβαιοι για την παθητικότητα των Συμμάχων, οι οποίοι δεν επιθυμούν να διακυβεύσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα στη νέα Τουρκία, επιτίθενται εναντίον της Αρμενίας. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1920, τέσσερις κεμαλικές μεραρχίες περνούν τα σύνορα και βαδίζουν προς το Ολτί και το Σαρικαμίς. Η Αρμενία διατάσσει γενική επιστράτευση και ανεβάζει τον στρατό της σε 35.000 άνδρες. Επί ένα μήνα περίπου, οι Αρμένιοι καταφέρνουν να συγκρατήσουν τις τουρκικές δυνάμεις. Αλλά, στις 30 Οκτωβρίου, ο τουρκικός στρατός εισέρχεται σχεδόν αμαχητί στο Καρς και στις 7 Νοεμβρίου στην Αλεξανδρούπολη.
Η Συνθήκη των Σεβρών δεν θα επικυρωθεί, ωστόσο αποτελεί ένα σημαντικό έγγραφο αναφοράς του Αρμενικού Ζητήματος μέχρι σήμερα.
Η στρατιωτική ήττα των Αρμενίων τους υποχρεώνει να παραιτηθούν από τις εδαφικές τους φιλοδοξίες, με τη Συνθήκη της Αλεξανδρούπολης (2 Δεκεμβρίου 1920), που περιορίζει την έκταση της Αρμενίας στα 29.000 τ. χ. σε ημιάγονα οροπέδια, ενώ οι επιδιώξεις τους για κυριαρχία και δημοκρατία ενταφιάζονται, την ίδια μέρα με τη σοβιετοποίηση. Η σοβιετική ιστοριογραφία θεωρεί την 29η Νοεμβρίου 1920, ημέρα της ανακήρυξης της κατάληψης της εξουσίας στο Ντιλιτζάν από μια χούφτα Αρμενίων μπολσεβίκων που αποκαλούνται «Επαναστατική Επιτροπή» και ζητούν την «αδελφική» επέμβαση του Κόκκινου Στρατού.

Κύκνειο άσμα

Η Αρμενία θα βρεθεί για 70 χρόνια υπό τον «ζυγό» της Σοβιετικής Ένωσης, μετά από μια σύντομη εξέγερση τον Φεβρουάριο του 1921 κατά των Μπολσεβίκων. Λίγους μήνες αργότερα, οι τελευταίοι θα παραχωρήσουν το Καρς και το Αρνταχάν στην Τουρκία, με αντάλλαγμα το Μπατούμ, που δίνεται στη Γεωργία. Η σοβιετική κυβέρνηση κηρύσσει αυτόνομες περιοχές το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και το Ναχιτσεβάν, τις οποίες εντάσσει διοικητικά στη Σ.Σ.Δ. του Αζερμπαϊτζάν.
Στην Κιλικία, η κατάσταση είναι εξίσου δραματική: μετά τη νίκη του Μουσταφά Κεμάλ εναντίον των γαλλικών στρατευμάτων που τους προστάτευαν (1921), οι Αρμένιοι καταφεύγουν στις χώρες της Μέσης Ανατολής ή σε χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Δημιουργείται έτσι η μεγάλη αρμενική διασπορά.

Επιμύθιο

Θα κλείσουμε το μικρό αυτό αφιέρωμα με τα λόγια ενός εκ των πρωταγωνιστών αυτής της περιόδου, του Χοβαννές Κατσαζνουνί που υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός της Δημοκρατίας της Αρμενίας, όσον αφορά στα πραγματικά κίνητρα των ιδρυτών της: «Αν δεν κηρύσσαμε την ανεξαρτησία της Αρμενίας, η χώρα θα μετατρεπόταν σε μια περιοχή χωρίς ιδιοκτήτη και ως τέτοια θα διαμοιραζόταν μεταξύ των γειτόνων της.
Αν χάναμε αυτά τα εδάφη, θα περιμέναμε από τους Ρώσους να τα αποσπάσουν από τους γείτονές μας στο μέλλον για να δημιουργήσουν τη Σοβιετική Αρμενία; Είναι πολύ αμφίβολο αν θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Στις 28 Μαΐου 1918 ήταν επιτακτική ανάγκη να κηρυχθεί η ανεξαρτησία της Αρμενίας, ασχέτως αν οι όροι που έθεταν οι Τούρκοι ήταν βαρείς και επαχθείς»…

Πηγές:
Ζαν Πιέρ Αλέμ, Η Αρμενία (1973).
Ρίτσαρντ Χοβανισιάν, Η Δημοκρατία της Αρμενίας 1918-1920 (1986). Σαρκίς Αγαμπατιάν, Η Αρμενία και το Αρμενικό Ζήτημα (1988). Αναΐντ Τερ Μινασιάν, Η Δημοκρατία της Αρμενίας (1997).
Σαρκίς Αγαμπατιάν, Αρμενία, Αναδρομή στην Ιστορία του Αρμενικού Έθνους (2003)
Διαδ. Wikipédia: First Republic of Armenia – Première République d’Arménie.