Το εμποροραφείο του Μαρντίκ Μαρντικιάν, που βρισκόταν στο μεγάλο δρόμο. Τρίτος στη φωτογραφία (από αριστερά προς δεξιά) είναι ο Μαρντίκ Μαρντικιάν,ενώ δίπλα του (τέταρτος) είναι ο αδερφός του, ο Χραντ Μαρντικιάν

Δρ. Χαρά Κοσεγιάν

«Αρμενικα» τεύχος 91 – Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2016,

Στη μελέτη επιχειρείται να διερευνηθεί η παρουσία των Αρμενίων στο Ναύπλιον κατά την περίοδο 1920-1970. Πρόκειται, στην ουσία, για επιτόπια έρευνα στο Ναύπλιον και στην Αθήνα, κυρίως με επισκέψεις στα σπίτια των Αρμενίων που δέχτηκαν να μιλήσουν, και στη συνέχεια με τηλεφωνικές επαφές. Ως μεθοδολογικό εργαλείο χρησιμοποιήθηκε η ημικατευθυνόμενη συνέντευξη.

Από την έρευνα προέκυψε ότι η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας αποτέλεσε από νωρίς πόλο έλξης όσων επιζητούσαν σταθερότητα. Η πόλη του Ναυπλίου, ήδη από το 1828, είχε οργανωμένες προσφυγικές συνοικίες. Γενικότερα, «η Πελοπόννησος ήταν από εκείνα τα ελληνικά εδάφη, στα οποία, μετά το 1922, εγκαταστάθηκε μεγάλος αριθμός Αρμενίων. Μέχρι τον πόλεμο, οι κάτοικοι έφθαναν τους 1.500. Στην Καλαμάτα, σε παραπήγματα, διέμεναν 800, στην Πάτρα 500, ενώ στο Αίγιο, τον Πύργο, την Κόρινθο και το Ναύπλιον ζούσαν αρκετές δεκάδες Αρμενίων»*. Όπως προκύπτει από έρευνα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), στις 7 Μαΐου 1923 και στις 4 Απριλίου 1924, από την Τρίπολη και την Αλεξανδρούπολη αντίστοιχα, μεταφέρθηκαν αρκετές δεκάδες Αρμενίων που προέρχονταν από πολλές πόλεις της Ανατολίας (βλ. Σημ. τέλους).

Συμπεραίνουμε εύλογα πως – ειδικά το 1924 – οι Αρμένιοι οδηγήθηκαν στο Ναύπλιον λόγω της αναγκαστικής μετεγκατάστασής τους που πραγματοποίησαν οι ελληνικές αρχές από τη Β. Ελλάδα προς την Πελοπόννησο και την Κρήτη, σε μια προσπάθεια να μειώσουν αναστατώσεις, συγκρούσεις και αντιδράσεις, μετά την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Προς αυτήν την ερμηνεία συγκλίνει και η προσωπική μου μαρτυρία, καθώς η οικογένεια του πατέρα μου βρισκόταν μοιρασμένη, μισή στη Β. Ελλάδα, Θεσσαλονίκη και Δράμα, και η άλλη μισή στο Ναύπλιον. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα που συνάγεται από τα Αρχεία του Κράτους, παραρτήματος Αργολίδας: τον Απρίλη του 1924, έφτασαν στο Ναύπλιον σπαράγματα 41 οικογενειών, που έπρεπε να εγκατασταθούν στην πόλη. Μόνο δύο οικογένειες φαίνεται να είχαν πατέρα και μητέρα. Στις υπόλοιπες ήταν ή μάνα (στις περισσότερες περιπτώσεις) ή πατέρας με μικρά παιδιά. Αυτός, μάλλον, ήταν και ο λόγος που στις επόμενες καταγραφές δεν εμφανίζονταν. Υπάρχουν σημειώσεις δίπλα από τα ονόματα «έφυγαν κρυφά» ή «δεν βρέθηκαν να πάρουν το επίδομα». Κάποιες οικογένειες, όμως, μένουν και εντάσσονται στην τοπική κοινωνία του Ναυπλίου.
Πρέπει, όμως, να γίνει κατανοητό από την αρχή πως το Ναύπλιον, ως το ανατολικότερο άκρο της Πελοποννήσου, δεν δέχτηκε – συγκριτικά με άλλες περιοχές – μεγάλο κύμα προσφύγων. Ακόμα, όμως, κι όσοι έμειναν από τις μετακινήσεις του 1922, 1923 και 1924 ή όσοι ήρθαν διάσπαρτα ως το 1930 φαίνεται πως δεν δημιούργησαν συνοικισμό, δεν εγκαταστάθηκαν ο ένας γύρω από τον άλλο, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο τη στήριξη ο ένας του άλλου, δεν είχαν συλλογική εκπροσώπηση, δεν είχαν σχολείο ή εκκλησία, δεν είχαν ίσως ούτε και την αίσθηση του «συνανήκειν». Από όλες τις μαρτυρίες, αυτό που φάνηκε να ήταν πιο ισχυρό ήταν η ανάγκη τους να ενσωματωθούν με την τοπική κοινωνία, να μη διαφέρουν, να είναι ισότιμα αποδεκτοί και – στο βαθμό που είναι δυνατόν – να επιβληθούν με την αξία και τη δράση τους.

Οι επαγγελματικές ασχολίες των Αρμενίων περιλαμβάνουν διάφορους τομείς. Ο Μαρντίκ Μαρντικιάν άνοιξε ένα εμποροραφείο. Η οικογένεια Τατεβοσιάν διατηρεί κουρείο. Ο Μινάς Μισακιάν έχει καφεκοπτείο. Ο Αγκόπ Ασαντουριάν, παρότι και σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή του στα ΓΑΚ είναι καθηγητής Αγγλικών, διατηρεί σαπωνοποιείο. Οι οικογένειες Γκαραμπέτ Ζαμγκοτσιάν, Ζαποτζιάν και Κεβορκιάν ασχολούνται με το γενικό εμπόριο. Τα αδέρφια Αρτίν και Μπεντρός Ποστατζιάν διατηρούν ζαχαροπλαστείο. Ο Καραμπέτ Παπατζιάν ήταν λιμενεργάτης, όπως και άλλοι Αρμένιοι που στην πλειονότητά τους δεν ήξεραν γράμματα και εργάζονταν ως εργάτες ή βοηθοί τεχνιτών. Αργότερα, στην κοινωνία του Ναυπλίου εντάσσονται οι οικογένειες Κοσεγιάν, Μπογός Ουζουνιάν και Άσο Ασατουριάν, που εργάστηκαν ως λογιστές στο σημαντικότατο εργοστάσιο της περιοχής, τον Κύκνο. Οι δυο πρώτες παρέμειναν στην περιοχή για όλη την περίοδο που εξετάζουμε, ενώ μερικά μέλη τους έφυγαν για άλλες πόλεις, αργότερα όμως επέστρεψαν. Ο Χαρουτιούν Κοσταντζιάν είχε καφεκοπτείο.

Η κοινωνική εξέλιξη των αρμενίων προσφύγων ήταν στην αρχή επιτακτική ανάγκη, η οποία επετεύχθη χάρη στην πρόσφορη κοινωνία του Ναυπλίου. Έτσι, έχουμε την πληροφορία ότι στην Αστική Σχολή του Ναυπλίου, τουλάχιστον για 2 σχολικές χρονιές, το 1938 και 1939, υπήρχε «ένας καθηγητής Μουσικής, ονόματι Καραμπετιάν».
Ιδιαίτερος, επίσης, είναι ο ρόλος του ηλεκτρολογικού σταθμού της πόλης, ο οποίος παρέχει εργασία σε κάποια μέλη της παροικίας, κατά τη διάρκεια του 1944-1945, όταν τη διαχείριση αναλαμβάνει η General Motors.

Η προσπάθεια, ωστόσο, επαναπροσδιορισμού τους με στοιχεία εθνικής ταυτότητας ήταν για μερικούς κορυφαία. Γι’ αυτό το λόγο, απάντησαν θετικά στην πρόσκληση επιστροφής στη Σοβιετική πλέον Αρμενία. Το ιδιαίτερο μάλιστα ήταν πως το δρόμο του επαναπατρισμού για την Αρμενία δεν πήραν μόνο αμιγείς αρμενικές οικογένειες. Δυο ελληνίδες αδερφές, η Ευθυμία και η Ευφροσύνη, παντρεύονται Αρμένιους. Η Ευθυμία με τον άντρα της επιστρέφει στην Αρμενία για να ζήσει μάλλον μια ζωή μέσα στην απόλυτη φτώχεια. Σε γράμμα που έστειλε στην αδερφή της, προκειμένου να περιγράψει τη ζωή της στη Σοβιετική Αρμενία, αλλά και να υπερβεί το ανυπέρβλητο εμπόδιο της λογοκρισίας, που και ήλεγχε όλα τα γράμματα και καθυστερούσε πολύ, έγραψε: «περνάμε ωραία σαν το Μελέτη!», περιγράφοντας έναν γραφικό τύπο που κυκλοφορούσε ρακένδυτος στα στενοσόκακα του Ναυπλίου!
Σταδιακά, τη δεκαετία του ‘70, η αρμενική παροικία του Ναυπλίου αρχίζει να συρρικνώνεται, όταν κάποια από τα εναπομείναντα μέλη μεταναστεύουν κυρίως στον Καναδά, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και τη Λατινική Αμερική, ενώ τα νεότερα μέλη των οικογενειών παντρεύονται στην Αθήνα.

Όπου και να βρίσκονται όμως, οι Αρμένιοι εργάζονται σκληρά, επιζητώντας σταθερά καλές συνθήκες διαβίωσης για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.

Το εμποροραφείο του Μαρντίκ Μαρντικιάν

Ο Μαρντίκ Μαρντικιάν έφτασε στο Ναύπλιον, μαζί με μέλη 41 άλλων οικογενειών, από το Δεαγάτ, δηλαδή την Αλεξανδρούπολη, στις 4 Απριλίου του 1924. Στα γενικά Αρχεία του Κράτους της Αργολίδας αναγράφεται ότι είναι ράφτης, ενώ στο Ναύπλιον ήρθε στην ηλικία των 26 ετών, μέσω Σμύρνης, διωγμένος από την γενέτειρά του, τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας.

Ο Μαρντίκ, μόλις ήρθε στο Ναύπλιον -σχεδόν αμέσως – άνοιξε ραφείο, αφού στο γάμο του, το 1927, το είχε ήδη. Στο ραφείο μάλιστα δούλευε ως κάλφας και ο αδερφός του, Χραντ Μαρντικιάν, μέχρι που ο τελευταίος παντρεύτηκε και μετά το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Μαρντίκ, όμως, πέτυχε να δημιουργήσει στο Ναύπλιον το μεγαλύτερο εμποροραφείο, στο οποίο εγκατέστησε 7 ραπτομηχανές, γεγονός που σημαίνει ότι μπορούσε να απασχολεί τουλάχιστον 7 ράφτες και αρκετό αριθμό βοηθών, γυναικών και αντρών, στην πλειονότητά τους ελληνικής καταγωγής.
Άνθρωποι που δούλεψαν μαζί του, Έλληνες στην καταγωγή, αναφέρουν γι’ αυτόν πως ήταν εξαιρετικός άνθρωπος, ευγενής και καλός. Αυτό μάλλον επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι υπήρξε πρόεδρος των ραφτάδων του Ναυπλίου. Εικόνα του πολιούχου αγίου των ραπτών υπήρχε στο μοναστήρι της Αγίας Μονής και εκεί συναντιούνταν πάντα στην ετήσια γιορτή του σωματείου τους, ανήμερα της Αγίας Άννας.
Μετά τη δεκαετία του ‘50 φέρεται να δούλεψε στην επιχείρηση ως μοδιστρούλα και μια αρμενοπούλα (η Γεωργία Κοσεγιάν). H επιχείρηση διέθετε προς πώληση και υλικά ραπτικής και υφάσματα. Το ραφείο απευθυνόταν στους επιφανείς Ναυπλιώτες. «Στου Μαρντικιάν ράβονταν τα καλύτερα κουστούμια, αλλά επιδιορθώνονταν και έτοιμα με τον καλύτερο τρόπο».

Koινωνική ενσωμάτωση με το ντόπιο πληθυσμό

Όπως ήδη είπαμε, ο μικρός πληθυσμός των οικογενειών στο Ναύπλιον επέλεξε, για να επιβιώσει, την έξοδο από την ενδοκοινοτική εσωστρέφεια. Η προς τα έξω συμπεριφορά και της πρώτης και της δεύτερης γενιάς προσφύγων εμφανίζει ταύτιση με την κοινωνία της πόλης. Σε αυτή τη λογική εντάσσεται και η δραστηριοποίηση των νέων στα αθλητικά σωματεία. Ο Χαρουτιούν Μαρντικιάν συμμετέχει στην ομάδα water polo, που ιδρύθηκε το 1950 και στην οποία ο Μαρντίκ Μαρτικιάν είναι ιδρυτικό μέλος, ενώ ο Αγκόπ Ασαντουριάν και ο Αρτίν Ποστατζιάν συμμετέχουν στη βασική εντεκάδα της ποδοσφαιρικής ομάδας της πόλης, τον «Παναυπλιακό», που ιδρύθηκε το 1926.

Αυτή, όμως, η προς τα έξω συμπεριφορά δεν απηχεί τις αντιλήψεις της κοινότητας. Μέσα τους θα ήθελαν να είναι με Αρμένιους και να ανήκουν σε μια ευρύτερη κοινότητα, όπου θα μπορούν να λειτουργούν με όλες τις αξίες και τις συνήθειές τους.
Το γεγονός ότι η πόλη δεν διαθέτει σχολείο και εκκλησία καθιστά αγωνιώδη την προσπάθεια διατήρησης της γλώσσας και των αρμενικών εθίμων.
Η αδυναμία σύνδεσης με την αρμενική κοινότητα ήταν καθοριστική για τη συρρίκνωση της παροικίας του Ναυπλίου. Τα νεότερα μέλη των οικογενειών ντρέπονταν που δεν ήξεραν αρμενικά.

Αλλά και οι Αρμένιοι στην Αθήνα (και εδώ καταθέτω προσωπική μαρτυρία) κοιτούσαν περίεργα τις αρμενοπούλες που δεν μιλούσαν τη γλώσσα. Τις θεωρούσαν περίπου ξένο σώμα.

Γι’ αυτό το λόγο, οι περισσότεροι αναζήτησαν καταφύγιο σε πόλεις που είχαν ζωντανούς τους φορείς ενδυνάμωσης της ενδοκοινοτικής ταυτότητας, δηλαδή μεγάλη κοινότητα, σχολείο και εκκλησία, έτσι ώστε να μην ξεχαστούν ή απεμπολήσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εθνολογικής τους καταγωγής.

*(Οβ. Γαζαριάν, «Η αρμενική παροικία κλείνει τα ενενήντα», Αρμενικά, τ. 74, Ιούλιος- Σεπτέμβριος, Αρμενικά, 2012. )

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Περισσότερα για το θέμα μπορείτε να δείτε στο: «Χαρά Κοσεγιάν, Η παρουσία και η επαγγελματική δραστηριοποίηση των Αρμενίων στο Ναύπλιον την πεντηκονταετία 1920-1970», όπως έχει δημοσιευτεί στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού: https://argolikivivliothiki.gr/2016/11/07/kosegian-2/. Εκεί υπάρχει επίσης παράρτημα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους για την Αργολίδα, με λίστες ονομάτων.