Μαννώ Ασυριάν
«Τί ζητεῖτε τόν ζῶντα μετά τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ’ ἠγέρθη»! Κορυφαία στιγμή της Χριστιανικής μας Πίστης, που τη διαφοροποιεί από άλλες θρησκείες, που φωτίζει την επί γης πορεία μας με το Άγιο Φως της Ανάστασης του Κυρίου και την ελπίδα της αιωνιότητας.
Έχοντας βιώσει όλοι, πρόσφατα, την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής, την Εβδομάδα των Παθών του Κυρίου, αλλά και τη χαρά της Ανάστασης, θα ήθελα να ευχηθώ σε όλους, μέσα από τις ψυχικές διεργασίες, που συντελούνται στο βαθύτερο είναι μας με τη συμμετοχή κάθε χρόνο στην πορεία από το Γολγοθά και τη Σταύρωση προς την Ανάσταση, να έχουμε βγει πιο δυνατοί, με μια συνειδητή και βαθειά πίστη, που θα μας οπλίσει με σύνεση, σοφία, αρετή, υπομονή και καρτερία στις δυσκολίες της ζωής και θα συμβάλει στη βελτίωσή μας με τη Χάρη του Θεού και την αληθινή απέραντη Αγάπη του Χριστού.
Δεν είμαι θεολόγος και ασφαλώς δεν θα κάνω αναλύσεις σε βάθος. Θα ήθελα όμως, να σταθώ σε αυτό, που σημαίνει για μας, τους Χριστιανούς, η ενανθρώπιση, η επίγεια ζωή και η Ανάσταση του Υιού του Θεού.
Γνωρίζουμε όλοι, ότι κατά καιρούς, παρά την ευρύτατη επικράτησή του, ο Χριστιανισμός αμφισβητήθηκε. Τη δεκαετία του ‘70 π.χ. όποιος «σεβόταν» τον εαυτό του, ήτοι θεωρούσε εαυτόν μορφωμένο και σκεπτόμενο άτομο, δήλωνε άθεος, ακόμη και αν μέσα του δεν ήταν πεπεισμένος γι’ αυτό. Πολλοί δε, με περισσή ελαφρότητα και αλαζονική ειρωνεία αποφαίνονταν «θρησκεία, πίστη, Θεός… ξεπερασμένα πράγματα».
Ξεπερασμένα από πότε; Όταν γνωρίζουμε, ότι ο άνθρωπος, από καταβολής κόσμου, πίστεψε πάντα σε κάτι, είτε αυτό ήταν στοιχείο της Φύσης, είδωλα ή πολλοί θεοί, τους οποίους έπλαθε μέσα από τη δική του ενόραση του τέλειου, του δυνατού, του υπέρτερου, έστω ενίοτε με κάποιες ανθρώπινες αδυναμίες.
Συνεπώς η πίστη δεν ξεπερνιέται, διότι πηγάζει από τη βαθύτερη ψυχοπνευματική ανάγκη του ανθρώπου, που έχει συνειδητή ή και ασυνείδητη συναίσθηση του πεπερασμένου της οντότητάς του.
Οπωσδήποτε όμως, εξελίσσεται. Απόδειξη ότι οι Έλληνες σοφοί είχαν φθάσει στο επίπεδο της πίστης σ’ ένα Θεό, αφιερώνοντάς του μάλιστα και βωμό «Τῷ Αγνώστῳ Θεῷ».
Τον Άγνωστο αυτό Θεό ήλθε να τους κηρύξει, όπως γνωρίζουμε, ο Απόστολος των Εθνών Παύλος.
Αυτός είναι ο Θεός, στον οποίο ομολογούμε πίστη, ο Πατέρας, ο Παντοκράτορας, ποιητής Ουρανού και Γης. Είναι ο Θεός της ευσπλαχνίας, της συγγνώμης, της Αγάπης, της υπέρτατης Αγάπης, που κατέβηκε ο ίδιος στον άνθρωπο, μέσα από την ενσάρκωση του Μονογενούς Υιού του.
Και εκεί ακριβώς έγκειται το μεγαλείο του Χριστιανισμού. Ο Θεός, που έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του, συγχωρώντας όλες τις αδυναμίες, τις παρεκκλίσεις και τις αμαρτίες του, έστειλε στη γη τον ίδιο τον Υιό Του, το τέλειο πρότυπο, που ο άνθρωπος μπόρεσε να αγγίξει, να ακούσει ζωντανά, να ακολουθήσει τα βήματά Του, να πιστέψει. Ο Ιησούς, με την έλευσή του στον κόσμο, έδωσε νέα διάσταση στο Θείο. Ο Θεός δεν ήταν πια ο αυστηρός Κριτής ψηλά από τον αόρατο θρόνο Του, αλλά ένας από μας, που περπάτησε ανάμεσά μας, δοκιμάστηκε και πόνεσε για μας.
Η διδασκαλία ενός Θεού, που με τη δική Του θέληση, υποβάλλεται στην υπέρτατη θυσία για τον άνθρωπο, δεν μπορεί παρά να είναι ανώτερη θρησκεία, έχουν παραδεχθεί και φιλόσοφοι.
Χαρακτηριστικά για την προσωπικότητα του Θεανθρώπου, είναι αποσπάσματα από την επιστολή του Πούβλιου Λέντουλου, προκατόχου του Πόντιου Πιλάτου, προς τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Τιβέριο, η οποία φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη Τσεζαρίνι της Ρώμης.
«Ἤκουσα, ὦ Καῖσαρ, ὅτι ἐπιθυμεῖς νά μάθης, σοι γράφω νῦν περί ἀνθρώπου τινός λίαν ἐνάρετου καλουμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ…
Καί ὑπάρχει τῇ ἀληθεία, ὦ Καῖσαρ. Ἀκούονται καθ’ ἡμέραν θαυμάσια πράγματα περί του Χριστοῦ αυτοῦ· ἀνεγείρει νεκρούς και ἰατρεύει ἀσθενείς διά μιᾶς καί μόνης λέξεως…
Ὅσοι τόν ἀτενίζουσιν ἀναγκάζονται νά τόν ἀγαποῦν…
Τό βλέμμα του εἶναι σοβαρόν, ἒχει δέ δύναμιν ἀκτῖνος ἡλιακῆς. Οὐδείς δύναται νά τόν παρατηρήσει ἀτενῶς. Ὅταν ἐπιτιμᾶ φοβίζει, ὅταν δέ πράττει τοῦτο κλαίει…
Ὅταν δέ φανεῖ ποῦ, εἶναι μετριόφρων…
Πάντως ἐν Ἰερουσαλήμ θαυμάζουσι τήν σοφίαν του, καίτοι οὐδέποτε ἐσπούδασε τί καί ὅμως εἶναι κάτοχος πάσης ἐπιστήμης…
Τῇ ἀληθεία μοι λέγουσιν οἱ Ἑβραῖοι, οὐδέποτε ἐδόθησαν συμβουλαί, οὐδέποτε ἐκηρύχθη διδασκαλία ὡς ἡ δική του. Πολλοί δέ τῶν Ἰουδαίων θεωροῦσιν αὐτόν Θεόν…
Λέγεται ὅτι αὐτός οὐδέποτε δυσαρέστησε τινά, ἀλλά ὅτι μᾶλλον ἐποίησε τό ἀγαθόν…»
Ιστορικής σημασίας μαρτυρίες αυθεντικές από ένα Ρωμαίο Κυβερνήτη.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, λοιπόν, μας δίδαξε έναν κώδικα ηθικής τελείωσης όχι μόνο με λόγια, αλλά με την ίδια Του τη ζωή. Από τη Γέννησή Του σε μια φάτνη φτωχική, μας έδωσε το παράδειγμα της ταπεινοφροσύνης, της εγκράτειας και της αντοχής στις δοκιμασίες, στην έρημο, πολύτιμα διδάγματα μέσα από τις παραβολές και τα θαύματα, δίδαξε την καρτερία και τη συγγνώμη μέσα από τα Πάθη, το Γολγοθά και τη Σταύρωση.
«Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι».
Ιδιαίτερα μας αγγίζουν ακόμη και οι ανθρώπινες στιγμές του Κυρίου στη Γεθσημανή «Πάτερ, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ το ποτήριον τοῦτο∙ πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ’ ὡς σύ» (Ματθ.26, 39-42) «Ὤφθη δέ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ’ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν. Καί γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο. Ἐγένετο δέ ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος κατεβαίνοντες ἐπί τήν γῆν» (Λουκ. κβ΄ 43-45) Και αργότερα επάνω στο Σταυρό του Μαρτυρίου «Ἠλί, Ἠλί, λιμά σαβαχθανί; Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνα τί μέ ἐγκατέλειπες;» (Λουκ.23, 46)
Στιγμές συγκλονιστικές, όπου ο καθένας από μας, βρίσκει ένα δικό του πόνο και ενίοτε ένα δικό του Γολγοθά.
Ένας Σωτήρας τόσο Θεός μα και τόσο Άνθρωπος!
«Ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος», γράφει ο Απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππησίους επιστολή του, «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ∙ διό καί ὁ Θεός αὐτόν ὑπερύψωσε».
Ο Γολγοθάς και η Σταύρωση μας διδάσκουν να μοιραζόμαστε τον πόνο του πλησίον από αγάπη. Η δε πεμπτουσία της Πίστης μας, η Ανάσταση, είναι η ελπίδα της αιωνιότητας, που μας έδωσε ο Κύριος «Θανάτῳ Θάνατον πατήσας».
Στην προς Κορινθίους Α΄ επιστολή του γράφει ο Απόστολος Παύλος «Εἰ δέ Χριστός κηρύσσεται ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, πῶς λέγουσί τινες ἐν ὑμῖν ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν; εἰ δέ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδέ Χριστός ἐγήγερται∙ εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν».
Η Ανάστασις, λοιπόν, το Α και το Ω της Πίστης μας, είναι η κορυφή της κλίμακας, που ο Κύριος στέριωσε ανάμεσα στη γη και τον Ουρανό και την οποία καλούμεθα να ανέβουμε ένα ένα σκαλοπάτι με την αέναη προσπάθεια βελτίωσης της αδύναμης ανθρώπινης υπόστασής μας, στηριζόμενοι στη δύναμη της Πίστης.
Οι αρχές της Χριστιανοσύνης αποτελούν για όλους μας, πιστούς και μη, έναν ιερό κώδικα για την προσωπική μας ανοδική πορεία, εφόσον προωθούν τις κατ’ εξοχήν διαχρονικές πανανθρώπινες αρετές της τιμιότητας, δικαιοσύνης, ανεκτικότητας, της κατανόησης, που περιλαμβάνονται και στις προσευχές μας. Συμβάλλουν δε και στις συλλογικές ανθρωπιστικές προσπάθειες, που στην ουσία μάς οδηγούν στη διαμόρφωση ενός καλύτερου κόσμου, που όλοι ονειρευόμαστε.
Εύχομαι λοιπόν, ολόψυχα το φετεινό Πάσχα, που συμπίπτει δυστυχώς και με τη συγκλονιστική πανδημία του κορωνοϊού, να νιώσουμε πιο κοντά στο Θεό, ώστε η Ανάσταση του Κυρίου να φέρει ανάσταση ψυχών, όπως επισημαίνει με μια χαρακτηριστική ρήση ο Victor Hugo «Άφοβα ατενίζω το κοιμητήριο των αιώνιων σκιών, επειδή γνωρίζω, ότι εάν το σώμα βρίσκει εκεί μια φυλακή, η ψυχή φτερουγίζει προς τον Ουρανό».