Από τη Γενοκτονία του 1915 στη Καταστροφή του 1922

Τι περίεργα παιχνίδια παίζει κάποιες φορές η μοίρα! Η αρμενική λέξη «Αμπρίλ» (Απρίλιος – «ζω») που είναι συνώνυμο της ζωής, της ύπαρξης και της συμβίωσης, το 1915 έγινε για τους Αρμένιους συνώνυμο του θανάτου, του περάσματος στην ανυπαρξία και του ξεριζωμού.

Την τρομερή εκείνη χρονιά, στην καυτή έρημο του Ντερ ζορ, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι -οι άνδρες είχαν επιστρατευτεί και εκτελεστεί στα στρατόπεδα ή στα τάγματα εργασίας- ακολουθούσαν μια προδιαγεγραμμένη πορεία, η οποία μέσα από κακουχίες, βασανιστήρια και βιασμούς τους οδηγούσε σε βέβαιο θάνατο-κατι που ισως να ηταν και λυτρωτικο αν αναλογιστουμε τις υπαρχουσες συνθηκες-. Κάποιοι λίγοι τυχεροί κατόρθωσαν να γλυτώσουν καταφεύγοντας σε χωριά της Συρίας και στον Λίβανο. Οι περισσότεροι έμειναν εκεί, ενώ άλλοι εκμεταλλευόμενοι την προέλαση των Αγγλογάλλων προχώρησαν δυτικά, μέχρι τη Σμύρνη και τα γύρω χωριά. Η Ιωνική γη φάνταζε ασφαλής, καθώς ο χριστιανικός πληθυσμός πλειοψηφούσε και η παρουσία πολλών Ευρωπαίων δεν επέτρεπε στους Τούρκους να ξεδιπλώσουν το απαράμιλλο φονικό τους ταλέντο. Μετά τη συντριβή της Τουρκίας στον πόλεμο φάνηκε να ανοίγει μια χαραμάδα ελπίδας για τους κατατρεγμένους Αρμένιους.

Η ζωή ξανάπαιρνε τον κανονικό της ρυθμό, το Ντερ ζορ και οι σφαγές άρχισαν να φαντάζουν μακρινά, ενω οι Τσέτες άρχισαν να φεύγουν από τους εφιάλτες που στοίχειωναν τον ύπνο τους. Η άφιξη του ελληνικού στρατού το 1919 προκάλεσε φρενίτιδα ενθουσιασμού σε όλους τους Χριστιανούς της Μικράς Ασίας. Η χαραμάδα έγινε διάπλατη πόρτα και όλοι πίστεψαν πως το κακό είχε φύγει ανεπιστρεπτί. Φευ, στα βάθη της Ανατολής καπιοι είχαν αρχίσει να ακονίζουν και πάλι τα μαχαιρια…. Στη Σμύρνη ο ενθουσιασμός είχε μεταδοθεί και στον στρατό, η ηγεσία του οποίου, εμποτισμένη με αλαζονεία και μεγαλομανία -απόρροια των αρχικών επιτυχιών της- σε συνδυασμό με την τραγική συγκυρία της ήττας του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και της επιστροφής του βασιλιά (ο οποίος στον καθρέφτη του έβλεπε τον νέο Μεγαλέξανδρο), οδηγούσε το στράτευμα στον ιστό που περίτεχνα έπλεκε με υπομονή ο Κεμάλ Ατατούρκ.

Σε όλη τη μικρασιατική επικράτεια οι κάτοικοι ζούσαν το όνειρό τους. Ένα όνειρο που το περίμεναν αιώνες και πλέον έπαιρνε σάρκα και οστά. Επικρατούσε μια γενική ευεξία σε όλον τον χριστιανικό πληθυσμό ενόσω ο ελληνικός στρατός προέλαυνε στα βάθη της Ανατολίας. Κανείς τότε δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή η προέλαση ήταν η αρχή του τέλους. Η Σμύρνη έσφυζε από ζωή, καθώς Έλληνες και Αρμένιοι είχαν χτίσει ένα αόρατο τείχος ευδαιμονίας, το οποίο δεν το διαπερνούσαν ούτε οι ειδήσεις για τις πρώτες ήττες του στρατού, ούτε οι φωνές εκείνων που προειδοποιούσαν για το εύθραυστο της κατάστασης, ούτε οι σφαγές που είχαν αρχίσει πάλι οι Τούρκοι άτακτοι του Μεντερές (κατοπινού Προέδρου της Τουρκίας) και του Νουρεντίν Πασά.

Η κατάσταση σοβάρεψε επικίνδυνα στις αρχές του 1922, όταν ο Κεμάλ με τη βοήθεια των συμμάχων, άρχισε να καταφέρνει καίρια πλήγματα στους Έλληνες, πετυχαίνοντας διαδοχικές νίκες εις βάρος τους. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς η κατάσταση έγινε απελπιστική και πλέον άρχισε να γίνεται ορατή και στον απλό κόσμο. Στους Αρμένιους, οι εφιάλτες του 1915 άρχισαν να ξαναζωντανεύουν. Τον Αύγουστο το μέτωπο καταρρέει, ο στρατός υποχωρεί ατάκτως, επιβιβάζεται στα πλοία και επιστρέφει στην Ελλάδα, αφήνοντας τους κατοίκους βορά στα χέρια των Τούρκων. Μόνο το σύνταγμα του στρατηγού Πλαστήρα και η Αρμενική Λεγεώνα του συνταγματάρχη Τορκόμ αντιστέκονται, καθυστερώντας την τουρκική εισβολή στην πόλη, καλύπτοντας την υποχώρηση του ελληνικού στρατού και επιβιβάζονται τελευταίοι στα πλοία, όταν πλέον κάθε ελπίδα έχει χαθεί. Οι Τσέτες εισβάλλουν στην πρωτεύουσα της Ιωνίας και την παραδίδουν στις φλόγες, καίγοντας πρώτα την αρμενική συνοικία.

Η ζωή και η δράση των Αρμενίων στην Ελλάδα

Για άλλη μια φορά οι Αρμένιοι, κυνηγημένοι και ξεριζωμένοι από τον ίδιο θύτη, παίρνουν το δρόμο της προσφυγιάς, αυτή τη φορά όμως για έναν πολύ φιλικότερο και φιλόξενο τόπο, την Ελλάδα, τη χώρα που από τον 5ο αιώνα μ.Χ. φιλοξενούσε Αρμένιους, ενώ στη μεγαλύτερη ακμή της, την εποχή του Βυζαντίου, είχε 12 αυτοκράτορες αρμενικής καταγωγής. Τη χώρα που την περίοδο των εκτεταμένων σφαγών των Αρμενίων από τον Αμπντούλ Χαμίντ το 1896, περιέθαλψε σαν δικά της παιδιά πάνω από 2000 Αρμένιους, παρά τις τεράστιες οικονομικές της δυσκολίες και το σπουδαιότερο, μερικούς μήνες μετά, στον ατυχή πόλεμο του 1897 και ενώ ο Ετέμ πασάς προέλαυνε προς την Αθήνα και απειλούσε να «πιει τον καφέ του στην πλατεία Συντάγματος», δεν υπέκυψε στις πιέσεις να παραδώσει τους Αρμένιους, προτιμώντας έτσι να διακινδυνεύσει την ίδια την πρωτεύουσα της. Όπως έγραψε τότε ο Σουρής «Η Ελλάς είναι πολύ μικρή για να πράξει μια τόσο μεγάλη ατιμία».

Έτσι λοιπόν το Σεπτέμβρη του 1922, σχεδόν 100.000 Αρμένιοι φτάνουν στην Ελλάδα και διασκορπίζονται σε όλη την επικράτεια, από το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) μέχρι την Κρήτη και από τη Μυτιλήνη μέχρι την Κέρκυρα. Οι συνθήκες διαβίωσης, ειδικά το πρώτο διάστημα, δεν ήταν καθόλου καλές. Οι αρρώστιες, οι ανεπαρκείς συνθήκες υγιεινής και τα προβλήματα σίτισης δημιουργούν ενα ζοφερό κλίμα.

Με τη Συνθήκη της Λωζάννης τον Ιούλιο του 1923 και την ανταλλαγή των πληθυσμών, νέο κύμα Αρμενίων και Ελλήνων προσφύγων φτάνει στη χώρα από την Ανατολική Θράκη, επιτείνοντας την ήδη δύσκολη κατάσταση. Να σημειωθεί δε ότι στους πρόσφυγες συμπεριλαμβάνονται και περίπου 8.000 ορφανά που επέζησαν της Γενοκτονίας και διασώθηκαν κυρίως χάρη στο ανθρωπιστικό έργο διαφόρων φιλανθρωπικών οργανώσεων.

Αρμένιοι υπάρχουν πλέον στην Αθήνα (Δουργούτι, Παγκράτι, Καισαριανή, Μαρούσι, Περιστέρι κ.α.) στον Πειραιά (Κοκκινιά, Αγ. Διονύσιος, Ταμπούρια, Λιπάσματα κ.α.) στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις (Καβάλα, Δράμα, Σέρρες, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Ορεστιάδα, Διδυμότειχο, Λάρισα, Βόλο, Καλαμάτα, Πάτρα, Κόρινθο, Ναύπλιο) και ακόμη στη Λέσβο, την Κέρκυρα και την Κρήτη.

Χαρακτηριστικό είναι ότι μόλις μερικούς μήνες μετά την εγκατάστασή τους στη χώρα, οργανώθηκαν σε κοινότητες και δημιούργησαν πολιτικές, πολιτιστικές, αθλητικές ακόμα και προσκοπικές οργανώσεις.

Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι η πρώτη θεατρική παράσταση δόθηκε μόλις τέσσερις μήνες αφότου εγκαταστάθηκαν, η πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα ιδρύθηκε- και μάλιστα διεκδίκησε το πρώτο πρωτάθλημα Ελλάδος- το 1924, ενώ την ίδια χρονιά πραγματοποιήθηκε η πρώτη προσκοπική κατασκήνωση.

Δεκάδες ήταν τα σχολεία που λειτούργησαν μέχρι και τα τέλη του 1930. Στο χώρο του Τύπου, την πρώτη δεκαετία (1922-1932) εκδόθηκαν περίπου 25 εφημερίδες και περιοδικά στην Αθήνα και άλλα τόσα στη βόρεια Ελλάδα,ενω μεχρι το 1945 στην Αθήνα είχαν φτάσει τα 40 έντυπα. Ο διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός των Αρμενίων ώθησε την κυβέρνηση να τους προτείνει τη χορήγηση της ελληνικής υπηκοότητας, κάτι όμως που αρνήθηκε η αρμενική πλευρά, καθώς ατράνταχτη πίστη όλων ήταν ότι η παραμονή τους στην Ελλάδα ήταν προσωρινή και ότι σύντομα θα επέστρεφαν στις εστίες τους. Η ελληνική υπηκοότητα δόθηκε τελικά το 1968.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η αρμενική κοινότητα, όπως και όλος ο ελληνικός λαός, βρίσκεται σε δυσχερέστατη θέση και προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση κάτω από αντίξοες συνθήκες. Όλες οι οργανώσεις και οι ηγεσίες των εκκλησιών ιδρύουν από κοινού μια εθνική φιλανθρωπική επιτροπή, η οποία μοιράζει συσσίτιο σε περίπου 3.000 άτομα, έχοντας ως βάση την καθολική εκκλησία στο Δουργούτι. Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες, υπολογίζεται ότι την περίοδο εκείνη περίπου 3.000 Αρμένιοι έχασαν τη ζωή τους. Τη λήξη του πολέμου ακολουθεί το 1947-48 ο επαναπατρισμός στη Σοβιετική Αρμενία. Σχεδον 20.000 Αρμένιοι εγκαταλείπουν τη χώρα. Οι 100.000 του 1922 που έγιναν 65.000 το 1929 και που στα τέλη του 1930 έφταναν τις 55.000, στις αρχές του 1950 δεν ξεπερνούσαν τα 20.000 άτομα, καθώς, εκτός του επαναπατρισμού, ένας σημαντικός αριθμός μετανάστευσε στη Βόρεια και Νότια Αμερική. Η παροικία, παρ’ όλη την αριθμητική της συρρίκνωση, συνεχίζει να λειτουργεί και μάλιστα να αναπτύσσεται. Έτσι, το 1963 χτίζεται το νέο σχολείο στο Δουργούτι, το 1983 θα ανεγερθεί η νέα εκκλησία στον Νέο Κόσμο και το 1991 γίνονται τα εγκαίνια της λέσχης- σχολείου «Ζαβαριάν» στην Κοκκινιά.

Σε πολιτικό επίπεδο, δύο είναι οι κορυφαίες στιγμές στη ζωή της παροικίας. Η συμπαράσταση σε όλα τα επίπεδα- υλική, ηθική και με παρουσία ανθρώπινου δυναμικού- στη δίκη των Αρμενίων αγωνιστών Ελμπεκιάν και Λεβονιάν (οι οποίοι συνελήφθησαν στο Βελιγράδι για την εκτέλεση του Τούρκου πρέσβη) και η μεγάλη επιτυχία της αναγνώρισης της Γενοκτονίας από την ελληνική κυβέρνηση. Και οι δυο εργασιες πραγματοποιήθηκαν απο την Αρμενική Εθνική Επιτροπή.

Ο Δαβίδ και ο Γολιάθ

Τελειώνοντας μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε αν ο Δαβίδ δεν νικάει τον Γολιάθ μόνο στην Παλαιά Διαθηκη αλλά και στη σύγχρονη πραγματικότητα; Γιατι μηπως «Γολιάθ» δεν ήταν ο Ταλαάτ και ο Εμβέρ που επιθυμούσαν να εξαφανίσουν τους Αρμενίους από προσώπου γης; «Γολιάθ» δεν ήταν η τουρκική στρατιωτική μηχανή που έσφαξε 1.500.000 Αρμενίους, ενώ εξαφάνισε την εθνική ταυτότητα εκατοντάδων χιλιάδων άλλων; Και μήπως «Γολιάθ» δεν ήταν και η Ιστορία που είχε ξεγραμμένο τον λαό αυτό;

Και απο την αλλη, «Δαβίδ» δεν ήσαν οι ετοιμοθάνατοι στο Ντερ Ζορ, οι οποίοι κατάφεραν να γλυτώσουν;

«Δαβίδ» δεν ήσαν εκείνοι που τρία χρόνια μετά την καταστροφή, κατάφεραν να δημιουργήσουν τη Δημοκρατία της Αρμενίας το 1918, η οποία αποτέλεσε τη βάση για την ανασύσταση της σημερινής ανεξάρτητης Αρμενίας;

«Δαβίδ» δεν ήσαν αυτοί που 100 χρόνια μετά βγάζουν τη γλώσσα στην Ιστορία που τους ήθελε τελειωμένους, αποδεικνύοντας ότι το μεγαλείο ενός λαού δεν αποτιμάται στα εκατομμύρια του πληθυσμού του, στην οικονομική του ευμάρεια και στην όποια στρατιωτική ισχύ, αλλά στο ψυχικό σθένος και στην ιστορική του πίστη;

Οι απόγονοι αυτών των «Δαβίδ» είναι αυτοί που σήμερα 100 χρόνια μετά υπάρχουν, θυμούνται και διεκδικούν την δικαίωση των προγόνων τους.
Λοιπόν κύριοι «Γολιάθ», ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος…